Μνημόσυνο

Μνημόσυνο Facebook Twitter
0
Μνημόσυνο Facebook Twitter


Ζέστη, Κουφόβραση. Μια απειλή καταιγίδας, που δεν λέει όμως να ξεθυμάνει. Το δέρμα κολλάει ενοχλητικά γύρω από τα ρουθούνια, στο πάνω χείλος και στις μασχάλες. Κατά διαστήματα φυσά ένα ευχάριστο δροσερό αεράκι, δίνοντας λίγη ανάσα και δύναμη για να αντέξει κανείς την ζεστή πνιγηρή άπνοια. Άνοιξη. Ένα βήμα πριν το καλοκαίρι. Με ποιόν καινούργιο έρωτα; Ποιά περιήγηση στης ψυχής σε νέα μονοπάτια;
Πόσο κουραστική η ανάρρωση! Πόσο ψυχοφθόρα η επούλωση! Άσε! Μια χαρά. Το καλοκαίρι είναι ένας έρωτας από μόνο του.


Το μπαλκόνι της πάνω στη θάλασσα, ο ορίζοντας τα χελιδόνια και οι γλάροι και βέβαια ο σκύλος της, ιππότης στη ζωή της, ο γάτος της έντιμος, διακριτικός, ζωντανός και η ιδιάζουσα μελωδία του πράσινου παπαγάλου της να της υπενθυμίζει ότι όλα έτσι είναι, αν έτσι νομίζουν. Μην στενοχωριέσαι! Προχώρα έχεις εμάς τους τρεις φρουρούς της ζωής σου. Και έτσι είναι, αυτό είναι αλήθεια!


Αχ αυτό το μπαλκόνι! Είτε μοναχικό με τον ήλιο να δύει, είτε με φίλους και χαχανητά και το ολόγιομο φεγγάρι, είναι το στήριγμα για τον βαρύ χειμώνα, για την οδυνηρή μελαγχολία της χειμωνιάτικης μοναξιάς.


Αυτός είναι ο τρόπος που εκείνη επέλεξε να γεμίσει το χρόνο της, να επενδύσει τη ζωή της.


Γνώρισε τον εφηβικό έρωτα, μετά την εκμετάλλευση και την αχαριστία αυτή η τελευταία, της έγινε πια κορδέλα στο χέρι. Μετά ήρθε η κουτοπονηριά, η τρέλα και τώρα τώρα, πια μια χαρά, αυτή η πιο δυνατή του Αυγούστου απωθεί ό,τι μπορεί να καταστρέψει την εσωτερική της νηνεμία, την ακροβατική της ισορροπία και απολαμβάνει τη στιγμή της ζωής με ευγνωμοσύνη.


Το νερό, αυτό το στοιχείο μερικούς τους φοβίζει. Η θάλασσα τους απωθεί. Το βράδυ η θάλασσα είναι σαν να εξερευνάς τα μύχια της ψυχής του ανθρώπου τις κλειστές και σκοτεινές στοές της, τα αδιέξοδά της, τις απόκρημνες χαράδρες της, τους γκρεμούς της και η θάλασσα έρχεται να τα ξυπνήσει όλα, να τα καθαρίσει σαν χείμαρρος να τα πάρει μαζί της και να ενωθούν με ό,τι άλλο υπάρχει στο υδάτινο σύμπαν, τα ψαράκια, τα κοχύλια, τους μικρούς και μεγάλους οργανισμούς. Όλα είναι ύλη!


Απίθανη αυτή η συγκατοίκηση στο μυαλό όλων αυτών των πραγματικοτήτων. Το παρελθόν που πονά ή και δεν πονά όμως βαραίνει τη ψυχή, το παρόν που σε κρίνει και συχνά σε καταδικάζει, οι όμορφες και νοσταλγικές μνήμες, όλα αυτά που παρεισφρέουν από μια χαραμάδα χωρίς καν να το επιδιώκει κάποιος, για να φωτίσουν διαφορετικά το παρόν. Έτσι μια μυρωδιά ανοιξιάτικη, ή ένας καλοκαιρινός καύσωνας, ή ένα γλυκό αεράκι στο κρεβάτι με τη μεσημεριανή σιέστα, μια βόλτα στο Λυκαβηττό, ή στη θάλασσα, ένα ωραίο αίθριο με ένα ποτήρι κρασί, το μεζεδοπωλείο στο λόφο του Στρέφη, ένα τραγούδι, μια παράσταση στη Επίδαυρο ή αλλού αναβιώνει μια αίσθηση στο κορμί και στη ψυχή, διαφοροποιεί τη γεύση στο στόμα, στο κοίταγμα, τη διάθεση.


Αυτό είναι η ίδια η ζωή, που συμβαίνει σε πολλαπλά επίπεδα ταυτόχρονα. Όλα τα σέρνουμε μαζί σαν τη χελώνα με το καβούκι της και όλα αυτά είναι το σπίτι μας, το καταφύγιό μας η ανακούφισή μας, έτσι είναι η Άννα. Ενώ για τη Διώνη ήταν κάπως διαφορετικά.
Δεν εύρισκε λόγο να υπάρχει και σαν έκλεινε τα μάτια της άκουγε και έβλεπε γραμμένες σε τοίχο από παιδί ακόμα, βρισιές για εκείνη, βρισιές, που έπεφταν πάνω της σαν βαριές αλυσίδες.


Ακόμα και όταν ο νους κατόρθωνε να χαλαρώσει, εκείνη καταδίκαζε τον εαυτό της σε βασανιστήρια. Όταν ήταν παιδί είχε μια ήσυχη παιδική ζωή μέχρι τη στιγμή που οι γονείς της άρχισαν να μαλώνουν και στην αρχή μόνο να βρίζονται. Έκλεινε τα αυτιά της, αλλά και πάλι άκουγε. Όταν ο πατέρας με τη ζώνη χτυπούσε τη μάνα της, ήταν σαν τα χτυπήματα να έσκαγαν στο δικό της μικρό σωματάκι και αυτό γινόταν.
«Δεν θα με κοροϊδεύεις εσύ εμένα, σε είδαν, κυκλοφορείς με αυτό το τσουλί! Δεν ντρέπεσαι με παντρεμένη γυναίκα με παιδί;» έλεγε η μητέρα της κλαίγοντας.


«Σκάσε μωρή καριόλα! Σε ακούει η Διώνη, με έχεις ξεφτιλίσει!.»
«Εγώ σ' έχω ξεφτιλίσει ή το άρρωστο μυαλό σου! Θα πάρω το παιδί μου και θα φύγω!»
«Δεν έχεις να πας πουθενά!» και έβγαζε τη ζώνη.


Η Διώνη έκλαιγε μέσα στα μαξιλάρια και φοβόταν. Ήθελε να αυτοκτονήσει. Ήταν ένα ευαίσθητο παιδί, υπερβολικά λεπτό με σκούρο δέρμα και υπέροχα μελαχρινά χαρακτηριστικά. Όταν ξάπλωνε το βράδυ άκουγε κραυγές, έβλεπε τρομακτικές μορφές και ένιωθε ότι την έδεναν με αλυσίδες. Ξύπναγε τρομαγμένη και κάθιδρη. Πολλές απουσίες στο σχολείο. Από το δημοτικό κιόλας και πιο πολλές στο Γυμνάσιο.
Δεν έτρωγε κιόλας. Είχε αδυνατίσει τρομερά, όπως και η μητέρα της, η οποία ερχόταν στο σχολείο και παρακαλούσε τους καθηγητές να της υποδείξουν να φάει λίγο παραπάνω, που έχει κλείσει το στομάχι της. Θα πεθάνει!


Αργά ή γρήγορα με απειλές βέβαια η Πηνελόπη κατάφερε να φύγει μαζί με την Διώνη. Βρήκε ένα μικρό σπίτι, ήταν χώρος για γκαράζ σε ένα διώροφο οικογενειακό κτίριο και το διαμόρφωσε σε σπίτι με χωρίσματα, με χοντρές κουρτίνες συσκότισης, που κρέμασε από το ταβάνι. Δεν είχε εξόδους, μόνο την είσοδο και ένα παράθυρο.


Παράδοξο, όμως ήταν πολύ όμορφο και με χαμηλό ενοίκιο για να μπορεί να ανταποκριθεί ο μισθός της δασκάλας, γιατί για διατροφή, ούτε λόγος. Ο πατέρας της Διώνης την εκδικήθηκε που τον εγκατέλειψε και δεν έδινε μία.


Μπροστά ακριβώς από την πόρτα, πάρκαρε το αμάξι της και πιο πέρα υπήρχε ο κήπος του οικήματος με πολλά φυτά και κυρίως δέντρα, λεμονιές, πορτοκαλιές, μουσμουλιές, κληματαριές, μηλιές, που ο ίδιος ο ιδιοκτήτης είχε εδώ και πολλά χρόνια φυτέψει. Υπήρχαν και καλλωπιστικά φυτά, αγιόκλημα, νυχτολούλουδο, τριανταφυλλιές, πασχαλιές και γαρδένιες. Τα βράδια του καλοκαιριού μοσχομύριζε ο τόπος. Ήταν απλά και όμορφα. Η ιδιοκτήτρια, τους έδινε πότε, πότε λίγη πίτα που είχε φτιάξει, ή γλυκό. Οι ιδιοκτήτες, τις αγαπούσαν. Έβλεπαν τον αγώνα της Πηνελόπης.


Η μικρή, αν και απομακρύνθηκε από την πηγή της δυστυχίας της, όλο και βούλιαζε στα σκοτάδια της, της άρεσε πολύ να ζωγραφίζει και όλο ζωγράφιζε τέρατα με κέρατα.


Η Πηνελόπη κάλεσε μια ψυχολόγο στο σπίτι. Ξεκίνησαν συνεδρίες μια φορά την εβδομάδα. Πώς να διώξεις τους βρικόλακες; Πώς να την κάνει η ψυχολόγος καλά; Κάποιος γίνεται καλά, όταν ο ίδιος το αποφασίσει.


Ο πατέρας της, όποτε τον έβλεπε της κακολογούσε τη μάνα της και όλο της διηγούνταν τη νέα του ερωτική ζωή. Και ενώ τα χρόνια περνούσαν εκείνος παντρεύτηκε άλλες δυο φορές και τη δεύτερη σύζυγο, την είχε απατήσει με την τρίτη, με την οποία είχε αποκτήσει και ένα γιο.


Την αγαπούσε τη Διώνη, τώρα που είχε μεγαλώσει ήταν πια η εξομολόγος του. Ξελάφρωνε αυτός, φόρτωνε εκείνη.


Η Διώνη και η Άννα συναντήθηκαν στο ΙΕΚ φωτογραφίας. Ήταν 20 χρονών πια. Ήταν σαν το Black and White. Η Άννα μέσα στην αισιοδοξία και διεκδίκηση για ζωή, η Διώνη βουτηγμένη στο έλος της εγκατάλειψης, προδοσίας, απογοήτευσης.


Φωτογράφιζαν μαζί, με εντελώς άλλη θεματική. Η Διώνη ήθελε να φωτογραφίζει λαθραία τους άστεγους, τους ναρκομανείς, εκεί στην Εθνική Βιβλιοθήκη ή στη Νομική Σχολή να τρυπιούνται στο δρόμο, τους ανθρώπους που κοιμούνται στα παγκάκια, τους άλλους μέσα στις σκηνές διαμαρτυρίας μπροστά από το Πανεπιστήμιο, αυτούς που έκαναν απεργία πείνας ζητώντας να απελευθερωθεί ένας φυλακισμένος, τους άντρες ή τις γυναίκες που ψωνίζονταν στην πλατεία θεάτρου ή εκεί στο ΙΚΑ Πειραιώς, ή στη Συγγρού ή και πάνω στην οδό Κηφισίας στο ύψος του Αμαρουσίου.


Η Άννα πάλι συγκινούνταν με την παπαρούνα που άνθιζε στο πεζοδρόμιο την Άνοιξη, με το άρωμα της πασχαλιάς και προσπαθούσε να το φωτογραφίσει. Ναι το άρωμα! Να δημιουργήσει την αίσθηση της μυρωδιάς μόνο από την φωτογραφία της. Με το φιλί του ζευγαριού πίσω από τα ράφια του Σούπερ Μάρκετ, με τον ήλιο που έδυε στη θάλασσα, με το φεγγάρι που φώτιζε το μπαλκονάκι της, το πνιγμένο στα λουλούδια, με το φεγγαρόλουστο πρόσωπο των ανθρώπων, με τα πρόσωπα στο φως του δειλινού, με το ίδιο φεγγάρι πάνω στα νερά της μεγάλης γαλάζιας μπροστά στο μπαλκόνι της.


Ήταν πάντα και οι δυο με μια κάμερα στο χέρι, στην καθημερινότητα, στις διακοπές στο κάμπινγκ και έγραφαν έτσι τις πραγματικότητες της ζωής, της δικής τους και των άλλων.


Όλα εδώ, το ένα πάνω στο άλλο, ο χρόνος που δεν κατανοούσε, οι πολλαπλές πραγματικότητες την ίδια κιόλας στιγμή. Τίποτα δεν πάει χαμένο.


Η Διώνη άφησε την Πηνελόπη και πήγε να μείνει με τον Άγη στα Εξάρχεια σε ένα φοιτητικό σπίτι.


Κάθε βράδυ στο σπίτι τους οι συμφοιτητές του Χημικού Μηχανικού, τεκές το σπίτι τσίπουρα, τσιγάρο και τσιγαριλίκι. Αυτά δε βοήθησαν στην κατάθλιψή της. Πήγε να γίνει βοηθός ενός σκηνοθέτη κινηματογράφου, όμως η ταινία δεν ολοκληρώθηκε ποτέ.


Δεν άργησαν οι καυγάδες. Λεφτά δεν έμπαιναν στο σπίτι, ο Άγης από τη στιγμή που τη σπίτωσε στο φοιτητικό του κονάκι – τεκέ δεν έβγαινε πια οικονομικά. Εκείνη έπαιρνε ένα μικρό χαρτζιλίκι από τη μητέρα της και τον πατέρα και το σπίτι ήταν πάντα ένα αχούρι γιατί έλειπε και συνέχεια. Όλα δύσκολα! Δεν αργεί και η σύγχυση του μυαλού και στους δυο. Έφυγε εκείνη. Πήρε στην κυριολεξία ένα μπογαλάκι με ρούχα και έφυγε. Από το πρώτο βράδυ κοιμήθηκε στο δρόμο.


Ήταν Άνοιξη. Ήξερε τα κατατόπια, γιατί τα είχε φωτογραφήσει. Πιο πολύ φοβόταν μην της πάρουν τη φωτογραφική μηχανή. Δεν είπε τίποτα στη μάνα της. Πέρασε την είδε, έφαγε και έφυγε. Δεν της ζήτησε καν να κάνει ένα μπάνιο, για να μην υποψιαστεί.


Πέρασε και από την Άννα, έμενε και εκείνη σε ένα μικρό σπίτι σε μια πάροδο της Πανόρμου. Δούλευε σε μια διαφημιστική εταιρία και δεν είναι ούτε μήνας που άρχισε να συζεί με έναν γραφίστα συνάδελφο της, τον Παύλο.


«Γιατί εγκαταλείπεις τον εαυτό σου; Δεν βλέπεις τι κάνεις; Είναι δυνατό να μένεις στο δρόμο;»

«Άννα, δεν υπάρχει νόημα είναι όλα προδιαγεγραμμένα.»

«Εσύ το λες αυτό; Εσύ που αναζητούσες τη δυστυχία δίπλα σου για να την αποτινάξεις, να την ξεριζώσεις, να κινητοποιήσεις τον κόσμο;»
«Ο κόσμος Άννα δεν κινητοποιείται, είναι βυθισμένος στην αιθαλομίχλη του, βρωμάει καμένο μυαλό.»
«Αυτό που λες είναι ανυπόστατο! Το λουλουδάκι ανθίζει στην άκρη του πεζοδρομίου, μέσα από το τσιμέντο ξεπηδά ένας μίσχος, στην άμμο φυτρώνουν τα κρινάκια.»
«Αυτά είναι μια υποψία ζωής, που κατά λάθος φυτρώνει και που ποτέ δεν θα γίνει δέντρο εκεί, ούτε μποστάνι, ούτε λιβάδι με λουλούδια. Εάν το βλέπεις σαν τη ζωή, που αγωνίζεται να έρθει, εγώ το βλέπω σαν τη ζωή σε λάθος περιβάλλον, που είναι καταδικασμένη να πεθάνει! Τώρα μπορώ να κάνω ένα μπάνιο;»
«Φυσικά! Γιατί δεν πάς στη μάνα σου;»
« Δεν καταλαβαίνεις ότι είναι για μένα βήματα προς τα πίσω; Πάει, έφυγε αυτή η ηλικία, που μας περιποιούνταν οι γονείς. Τώρα μόνοι μας όλοι!»


Έκανε μπάνιο και έφυγε. Φόραγε αρβιλάκια, μια μακριά φούστα κάπως καλοκαιρινή με σκίσιμο στην αριστερή πλευρά, να διευκολύνει το γρήγορο περπάτημα, μια μπλούζα με κοντό μανίκι και είχε τυλιγμένο στη μέση της ένα φούτερ. Τα μαλλιά της ήταν ίσια, απεριποίητα και πολύ μακριά. Ήταν πολύ λεπτή, όμορφη με μια μόνιμη τρομακτική σκοτεινιά στο βλέμμα.


Το καλοκαίρι την έκαψε η ζέστη και ο ήλιος. Είχε βρει κάποια καφενεία στην Ακαδημία Πλάτωνος, που έδιναν δωρεάν καφέ σε άστεγους και καθόταν εκεί, τώρα, κυρίως έγραφε και δροσιζόταν λίγο μέχρι να ξαναφύγει και να αρχίσει να περιδιαβαίνει στους δρόμους.


Η μητέρα της έβλεπε μια διαφορά, αλλά δεν μπορούσε να αντιληφθεί το χάος της αβύσσου. Δεν μπορούσε να φανταστεί ότι αιμορραγούσαν οι πληγές της, λες και όλες οι πληγές επουλώνονται. Μερικές δεν επουλώνονται ποτέ και πονούν πολύ ειδικά αν τους βάλεις αλάτι ή ξύδι. Ξαναπέρναγε από την μητέρα ή την Άννα για να φάει στη μία και να κάνει μπάνιο στο σπίτι της άλλης. Και οι δυο την χαρτζιλίκωναν.
Πήγαινε στους καταυλισμούς και έπαιρνε φωτογραφία τους τσιγγάνους, τους μετανάστες μετά τους πολέμους, που κατέφευγαν στην χώρα της για αυτούς ειδυλλιακή γη της Επαγγελίας.


«Πώς να φανταστούν και αυτοί οι άνθρωποι, έλεγε η Διώνη, ότι ούτε εδώ είναι το κατάλληλο περιβάλλον για να ανθίσει η ζωή!».
«Και τι να κάνουν βρε παιδί μου; Η ζωή καλεί τη ζωή. Να περιμένουν να πεθάνουν στην πατρίδα τους και να θυσιάσουν και τα παιδιά τους;»
«Ναι, σωστά βρε Άννα, ας τα θυσιάζουν τότε στη Δύση!». Μέσα σε όλα ξαναεμφανίστηκε ο Άγης μετανοημένος.
«Δεν μπόρεσα να σε ξεπεράσω ποτέ! Ανοησία που χωρίσαμε. Κι εγώ ανόητος ήμουν κι εσύ εύθικτη.»
«Συναντήθηκαν κάποιες φορές, έμεινε και στο σπίτι του για λίγο, μάζεψε και κάτι φιλμ που είχε ξεχάσει την προηγούμενη φορά. Και καθώς διαπίστωσε ότι θα τελείωνε η ζωή της στο σπίτι του, μιας και τίποτα δεν είχε αλλάξει, ή στο δρόμο προτίμησε την αξιοπρέπεια του δρόμου.


Το Καλοκαίρι εκείνο, μπόρεσε να χωθεί σε καράβι, λαθρεπιβάτης. Ούτε η Αλίκη στο ναυτικό. Έμεινε κρυμμένη σε ένα σαπιοκάραβο που πήγαινε στην Ικαρία. Εκεί όλο και κάτι θα εύρισκε να περάσει κανένα μήνα. Είναι το νησί των φτωχών και έχει και υλικό για φωτογράφηση. Φτώχεια, πλούτη, πανηγύρια, χοροί, φαγοπότια, όλοι μαζί και κυρίως Κοινοκτημοσύνη. Εδώ όλα έχουν πια γίνει εξαιρετικά δύσκολα από οικονομική άποψη.


Στην Ικαρία έμεινε σε ελεύθερο κάμπινγκ δίπλα στο ναό της Άρτεμις στο Να. Υπέροχα ηλιοβασιλέματα, καταπληκτική θάλασσα εξωτική, όταν είναι ήρεμη και τρομακτική όταν είναι ανταριασμένη. Της άρεσε να αναμετριέται με τα κύματα. Οι γύρω γύρω, όλο και κάτι κερνάγανε, κανένα κοψίδι, μπόλικο χόρτο, κρασί και χόρευαν πολύ. Η ζωή, που ξεχυνόταν στο λάθος περιβάλλον το λουλουδάκι στην άκρη του πεζοδρομίου. Εκεί γνώρισε και κάνα δυο τύπους και επέστρεψε τραυματισμένη, σκιά του εαυτού της στην Αθήνα.


Η Άννα δεν την αναγνώρισε.
«Πως έγινες έτσι; Τα μάτια σου έχουν βαθουλώσει με έντονους μαύρους κύκλους. Πόσο καιρό έχεις να κοιμηθείς;»
«Λάθος περιβάλλον Αννούλα!»
«Σκέψου λίγο τα θετικά! Τι έχεις πάθει;»
«Δεν υπάρχουν θετικά!»
«Αγνωμοσύνη! Είσαι ταλαντούχα!»
«Και τι μ' αυτό;»
«Είσαι όμορφη!»
«Χμ!»
«Είσαι καλός άνθρωπος!»


Εδώ χαμογέλασε πικρά.
Της έβαλε να φάει. Κάλεσε τη φίλη της κομμώτρια να της κόψει κάπως τα μαλλιά.
«Κούκλα! Πρέπει να βρεις μια δουλειά!»
Έλεγε και ξανάλεγε.
«Λάθος περιβάλλον! Όλα σάπια!»


Η Άννα ανησύχησε πολύ και πήγε και βρήκε τη μητέρα της.
«Δεν είναι καλά! Θέλει βοήθεια! Είναι καιρό τώρα που συμβαίνει αυτό!»
Η Πηνελόπη αδύναμη γυναίκα, συνταξιούχος, κουρασμένη, μόνη της με κάτι γατάκια, σκέφτηκε να προσευχηθεί για το παιδί της, να τη φωτίσει ο θεός, να τη βοηθήσει!


Και που να τη βρει να τη βοηθήσει; Τώρα με τα πρώτα κρύα του φθινοπώρου, έμενε στους σταθμούς. Κούρνιαζε σε κάτι εσοχές και προφυλασσόταν κάπως από το κρύο. Με τον καιρό το συνήθισε και αυτό!


Για να απασχολεί το μυαλό της έγραφε μικρές σκέψεις σε ένα τεφτέρι, σαν αυτό του μπακάλη.


Έτρωγε στα συσσίτια του Δήμου Αθηναίων, έκανε και φίλους και φωτογράφιζε πια με τη μνήμη της τους ανθρώπους αυτούς και τις ιστορίες τους, γιατί δεν είχε νόημα με τη μηχανή, δεν μπορούσε ούτε να τη φορτίσει.


Τον κυρ Αντώνη που τον πέταξε ο μοναχογιός του και η νύφη του στο δρόμο μετά που τους έγραψε το σπίτι, βλέπεις δεν είχε και σύνταξη να προσφέρει και θα έπρεπε να τον συντηρούν. Την Ελένη, παλιά ιερόδουλη, μεγάλη σε ηλικία, με μαλλιά δεμένα άτακτα ψηλά στο κεφάλι, πιασμένα με ένα μεγάλο πλαστικό λουλούδι, που ήταν σαν τρελή γριά μάγισσα. Το Μάκη το ευαίσθητο πρεζάκι, το Λάζαρο τον μέθυσο με τη σύντροφό του την Κική. Όλοι αυτοί, μια τοιχογραφία της λούμπεν κοινωνίας, που ζουν και μια παράλληλη πραγματικότητα με αυτή των υπολοίπων, ήσυχα και κρυφά, στο περιθώριο, στην άκρη εκεί του πεζοδρομίου, απαρατήρητοι όπως ένα απερίσκεπτο λουλουδάκι.


Στο γραφείο η Άννα ακούει από το ραδιοφωνάκι της ακούει το τραγούδι του Δημήτρη Παδημητρίου σε στίχους του Μιχάλη Γκανά, αυτή τη φορά με τον Δημήτρη Μητροπάνο, " Χρώμα δεν αλλάζουνε τα μάτια " και έπιασε τον εαυτό της να το σιγομουρμουρίζει. « Στα ίδια μέρη θα ξαναβρεθούμε... Ονόματα και βλέμματα και δρόμους... Χρώμα δεν αλλάζουνε τα μάτια, που θυμάσαι και θυμάμαι, τίποτα δεν χάθηκε ακόμα όσο ζούμε και πονάμε.


Χρώμα δεν αλλάζουνε τα μάτια
Μόνο τρόπο να κοιτάνε.
Κι αν άλλαξαν οι φίλοι μας λιγάκι,
Αλλάξαμε και μεις με τη σειρά μας
Χαθήκαμε μια νύχτα στο Παγκράτι, αλλά βλεπόμαστε στα όνειρά μας.


Μεγάλο το βάρος αυτής της πραγματικότητας και καμιά φορά τα μάτια αλλάζουν χρώμα, δεν αλλάζουν όμως εύκολα τρόπο να κοιτάνε. Αυτό συλλογιζόταν η Άννα όταν σκεφτόταν τη Διώνη και έκλαιγε.
«Πόσο άδικο! Τι θα μπορούσα να κάνω να τη σταματήσω;»


Και έκλαιγε γιατί κατά βάθος ήξερε ότι είχε βολευτεί στην ασφάλεια, που δημιουργούσε ηθελημένα, άθελα, ενστικτωδώς, όπως θες πες το. Το σίγουρο ήταν ότι κανείς δεν είχε αξιολογήσει την κατάσταση τόσο τερματική. Νόμιζαν κάποιοι ότι η Διώνη επηρεασμένη από τον Μπουκόφσκι, ήθελε να ζήσει τη ζωή του περιθωρίου και ότι αυτό κάποτε θα αποκρυσταλλωνόταν σε υψηλή φωτογραφική τέχνη. Το είδαμε όλοι καλλιτεχνικό πειραματισμό.


Η Διώνη λίγο πριν τα Χριστούγεννα εκείνης της χρονιάς ρίχτηκε στις ράγες μπροστά στο τρένο, που ερχόταν και καθώς έπεφτε πίσω της στην πλατφόρμα σκορπίστηκαν σαν κομφετί στο μασκαριλίκι του κόσμου τα ποιήματά της και οι σκέψεις της. Αυτό μόνο άφησε και έπεσε μαζί με τη φωτογραφική της μηχανή, παροπλισμένη εδώ και καιρό, παράδοξο ωστόσο πως την είχε διασώσει. Κράτησε όλες τις πραγματικότητες και τις έριξε μαζί της στις ράγες για να λυτρωθεί, μόνο έτσι και πίσω έμεινε μόνο ο λόγος, έτσι μια μερίδα λάσπης για όλους αυτούς που κακοποίησαν την ψυχή του κόσμου, για όλους εμάς που από τη πουπουλένια φωλιά μας δεν κουνήσαμε για να τη βοηθήσουμε και να δημιουργήσουμε την άλλη πραγματικότητα. Πάρε νάχεις λοιπόν! Κι ας κλαις και ας χτυπιέσαι πάνω σε τάφους με ξεσκισμένα ρούχα και αγνώριστο πρόσωπο. Πάρε νάχεις! Για να μην βλέπεις μόνο την πάρτι σου! Πάρε νάχεις! Μήπως καθώς κάποια μέρα που θα αποφασίσεις να πλύνεις τις βρωμιές από την μούρη σου, ξετσιμπλιαστείς και δεις την ομορφιά και την υπερασπιστείς και δεν την αφήσεις να χαθεί. Πάρε νάχεις! Για να θυμάσαι να μην το ξανακάνεις!»


Κράτησε ένα μικρό ποίημα. Δε περίμενε ότι είχε τόσο θυμό μέσα της.

« Γκιλοτίνα

Πόσο άχρηστα βαραίνει τους ώμους μερικών ανθρώπων το άχρηστο κεφάλι τους ;
Αποκεφαλισμός !
Όχι, όχι όπως ο αποκεφαλισμός του Ιωάννη, ούτε όπως η δολοφονία του Μαρά, όχι σαν την καρκινική επανάσταση του Ροβεσπιέρου, απλά, όπως θα συνέβαινε σε κάποιον κακοήθη όγκο. Με το μαγιάτικο νυστέρι του ' 68, αριστοτεχνικά, να γίνει καθαρισμός της περιοχής, να αποκλειστεί η μετάσταση !
Θάνατος σε αυτούς τους υδροκέφαλους !
Είναι πιο επικίνδυνοι από εγκληματίες, από επί σκοπώ δολοφόνους.
Αυτοί κακοποιούν, καθώς κρύβουν το φως και στερούν τον ορίζοντα, θολώνουν τα όνειρα, τα τσαλακώνουν, σταματούν την πορεία.
Ευνουχίζουν χωρίς καθαρό σκοπό, από γινάτι, από την εκδικητική τους κενότητα, που φρικιάζει καθώς αντικρίζουν την απαίσια εικόνα τους στον καθρέφτη.
Όχι, δεν πρόκειται για παραμορφωτικό καθρέφτη, αυτή είναι η πραγματικότητα! Έχεις πάντα επιλογή να μην αλλάξεις, να πνιγείς μέσα σε αυτήν παρασύροντας και άλλους μαζί σου, να συνθηκολογήσεις.

Η άρνηση της εικόνας αυτής, προκαλεί μοναξιά και φόβο. Δύσκολα κανείς επιβιώνει μακριά από ένα τέτοιο τερατώδες είδωλο, εξάλλου αυτό το είδωλο είναι η μήτρα, που τον συντηρεί, η παραμόρφωση που κάνει τον Κουασιμόδο να μην βγάζει φρικιαστικές κραυγές στη θέα της ασχήμιας του.

Κι έκατσε έτσι σιωπηλά και έκλαψε πάνω στο γραφείο μου, μήπως καθαρίσει λίγο το πρόσωπό της...

0

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ