Εγώ θυμάμαι, εσύ θυμάσαι, αυτός θυμάται, Εμείς...

Εγώ θυμάμαι, εσύ θυμάσαι, αυτός θυμάται, Εμείς... Facebook Twitter
0
Εγώ θυμάμαι, εσύ θυμάσαι, αυτός θυμάται, Εμείς... Facebook Twitter

Σαφώς θυμάμαι. Ο Νικόλας της παρέας, συμφοιτητής και φίλος παλιός, μας κάλεσε να μας κεράσει για τη γιορτή του. Άφησα την πεντάχρονη κόρη μου με τον πατέρα της, μπήκα στο αυτοκίνητο κι έφυγα. Δυο ώρες αργότερα, κοίταξα το κινητό μου, μήπως με χρειαζόταν το παιδί. Βρήκα δεκαεπτά κλήσεις και τριανταένα μηνύματα. Όλοι μου συνιστούσαν τάχιστη επιστροφή στο σπίτι και μου εφιστούσαν την προσοχή για την ασφαλή επιστροφή μου.


Το παιδί! Σκέφτηκα και μούδιασα. Όλα γυρνούσαν γύρω μου, χωρίς να 'χω πιεί ούτε μια γουλιά αλκοόλ. Παγωμένη και ιδρωμένη ταυτόχρονα, αδυνατούσα να μιλήσω. Ναι, ήταν το παιδί... Όχι αυτό που γέννησα στα είκοσί μου, αλλά, ήταν το παιδί.


Οι πρώτες πληροφορίες, συγκεχυμένες. Η Μαριάνθη στο τιμόνι κι εγώ στη θέση του συνοδηγού, συνομιλούσα με την κόρη μου. Στους κεντρικούς δρόμους συνέρρεε κόσμος. Δοκιμάζαμε διαφορετικές διαδρομές. Απ' τα ερτζιανά, δυόμισι μαρτυρικές ώρες μέσα στο αυτοκίνητο, άκουγα την «είδηση»: «Παρέα νεαρών, προκαλούσε για πολλή ώρα, αστυνομικούς που περιπολούσαν στα Εξάρχεια κι ο ένας αναγκάστηκε να πυροβολήσει για εκφοβισμό». Εκείνη τη νύχτα, κοιμήθηκα αγκαλιά με την κόρη μου στο κρεβάτι της.


Την επόμενη μέρα τα πράγματα άρχιζαν να ξεκαθαρίζουν. Η «είδηση» που είχα ακούσει, ήταν ένας πανικοβλημένος εφιάλτης, που τρύπωνε μέσα σε όσους είχαν ψυχή για να κρυφτεί. Κανένας νεαρός δεν προκάλεσε, κανένας αστυνομικός δεν υπήρχε, κανένας δεν πυροβόλησε για εκφοβισμό και καμιά σφαίρα δεν εξοστρακίστηκε. Ένας μπάτσος δολοφόνησε εν ψυχρώ ένα δεκαπεντάχρονο παιδί που τόλμησε να τον ρωτήσει, γιατί έπρεπε να εγκαταλείψει το σημείο που βρισκόταν, όπως το διέταζε. Γιατί, οι άνθρωποι, τα γεγονότα, οι τόποι κι ό,τι μπορεί ν' αγγίξει η περιγραφή, έχουν ονόματα.


Και βέβαια θυμάμαι. Κι εσύ θυμάσαι. Τις μεγάλες πόλεις ανά την Ελλάδα, να καίγονται. Τα Μ.Μ.Ε. να ασελγούν πάνω στο νεκρό παιδί. Να εστιάζουν εμμονικά, στις σπασμένες τζαμαρίες και στις φθορές που υπέστησαν οι καταστηματάρχες του κέντρου της Αθήνας. Να χύνουν ποταμηδόν δάκρυα τηλεθέασης, για κατεστραμμένες περιουσίες ανθρώπων, που κι αυτοί για το μεροκάματο εργάζονταν. Άλλωστε, δεν είχε συμβεί κάτι ανεπανόρθωτο. Κάποιος οξύθυμος, σκότωσε ένα ενοχλητικό κουνούπι που γυρνούσε γύρω απ' το κεφάλι του, βούιζε αδιάκριτα και δεν του επέτρεπε να εξουσιάσει απερίσπαστος. Το πλάνο με το χριστουγεννιάτικο δέντρο- κόσμημα της Αθήνας, να φλέγεται, έπαιζε τέσσερις φορές το λεπτό. Για να εμπεδώσουμε ότι ο ξυπόλητος που γεννήθηκε μέσα σ' έναν στάβλο, με κοπριές ζώων, εκείνη τη χρονιά δεν θα εορταζόταν δεόντως, χωρίς λαμπιόνια.


Κι αυτός θυμάται. Τις διαταγές για ΕΔΕ- φέξε μου και γλίστρησα-, την ευθιξία του υπουργού που τον οδήγησε να υποβάλλει την παραίτησή του η οποία, ως ήτο αναμενόμενο, δεν έγινε δεκτή. Μα, πού έφταιγε ο άνθρωπος; Αρμοδιότητά του ήταν η εύρυθμη λειτουργία του Σώματος;


Κι εσείς θυμάστε. Μαρτυρίες, συναδέλφων του δολοφόνου οι οποίοι πολλάκις είχαν παρατηρήσει σ' εκείνον ανάρμοστη συμπεριφορά για το Αστυνομικό Σώμα. Και τι να έκαναν; Να ρουφιάνευαν «συνάδελφό» τους; Ντροπής πράγματα! Να ομολογήσουν ότι οι καταδικασθέντες για τη δολοφονία σου, μέχρι και τουλάχιστον τέσσερα χρόνια πριν , έπαιρναν το 1/3 του μισθού τους; Ότι τους μισθοδοτούσαν η μητέρα σου, ο πατέρας σου, εγώ;


Κι αυτοί θυμούνται. Το πρόσωπο του δολοφόνου, δεν το είδαμε ποτέ στις οθόνες της τηλεόρασής μας. Το όνομά του το μάθαμε, όσοι το μάθαμε, μήνες ή και χρόνια αργότερα. Ποιος ήταν; Κανένα εξαρτημένο πρεζόνι που θα έκλεβε για να εξασφαλίσει τη δόση του, έτσι ώστε η φάτσα του να περνά δεκάδες φορές μπροστά απ' τα μάτια μας; Εκείνος ήταν διαταραγμένος με περγαμηνές.


ΕΜΕΙΣ;


Εμείς, αφού συγκινηθήκαμε, θρηνήσαμε και θάψαμε το παιδί, μπαστακωθήκαμε στο γιορτινό τραπέζι. Χασκογελάσαμε με φτηνά αστειάκια ή ακριβό χιούμορ, πήγαμε γήπεδο, κάναμε ολιγοήμερες χειμερινές διακοπές, αγοράσαμε καινούρια ρούχα, πήγαμε σινεμά, μελαγχολήσαμε όταν ξεστολίζαμε τα σπίτια μας...Εμείς, είχαμε, έχουμε και θα έχουμε πρόβλημα με το πρώτο πληθυντικό. Η αόρατη μπούργκα που φοράμε, ματαίως θα προσπαθεί να κρύψει την μικροψυχία, την αδιαφορία, την μισαλλοδοξία ,τον ανταγωνισμό, την αναισθησία και κάθε είδους τεράτων που επιτρέπουμε να μας καταδυναστεύουν. Εμείς, είμαστε φιλήσυχοι και υπάκουοι πολίτες. Αν περίμενες ότι το περίστροφο που έπνιξε στο αίμα τα όνειρά σου, θα μας έφερνε στο «εμείς», λάθεψες παιδί μου.


Κοιμήσου παληκαράκι. Εσύ μπορείς να κοιμάσαι τον αληθινό ύπνο του δικαίου, με το νανούρισμα των αγγέλων.
Εμείς κοιμόμαστε όρθιοι, με ανοιχτά μάτια.


Υ.Γ. Δεν υπήρχε λόγος να γράψω ούτε μισή λέξη για σένα. Πριν από λίγες μέρες, έγινα αυτήκοος μάρτυς μιας συνομιλίας, που μου ξεκαθάριζε ότι υπάρχουν ακόμη άνθρωποι πρόθυμοι να αλληλοβαστάζουν ο ένας τον Σταυρό του άλλου.

0

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ