Η σέξι Ματίλντα Λουτζ παίζει δύο ρόλους στο Revenge. Ξεκινά ως Λολίτα, προκλητική, καυτή, μια Μέριλιν πιο αδύνατη κι εξίσου ζουμερή, ενζενί, φαινομενικά ανώδυνη και ηδονιστική συντροφιά για άνδρες, ερωμένη ενός από τους τρεις παντρεμένους που συναντιούνται, όπως κάθε χρόνο, για να κυνηγήσουν στην έρημο ‒ και να περάσουν όσο μπορούν καλύτερα στις αμαρτωλές διακοπές τους.

 

Τα πράγματα δεν εξελίσσονται με αναμενόμενο τρόπο. Η Τζεν πέφτει θύμα των σαδιστικών διαθέσεων της παρέας και καταλήγει βιασμένη, εγκαταλειμμένη και ετοιμοθάνατη, σημαδεμένη με μια εμπειρία που θα μεταμορφώσει κατά 180 μοίρες τον χαρακτήρα της. Ή, μάλλον, θα βγάλει τον πραγματικό της εαυτό στην επιφάνεια. Διότι η δεύτερη Τζεν συνέρχεται και επιτίθεται.

 

Με ελάχιστο ή καθόλου διάλογο, το Revenge περιέχει τόνους αίματος, συμβολικούς συσχετισμούς ανθρώπων με ζώα και πτηνά και άφθονη στενόχωρη ανατομία.

Κάτω από τον καυτό ήλιο ενός αδιευκρίνιστου τόπου (που μοιάζει με τις ΗΠΑ, αλλά δεν το λέει, με τα γυρίσματα να έχουν πραγματοποιηθεί στην Ουαρζαζάτ και στον Άτλαντα στο Μαρόκο), η survivor ανταποδίδει στην πολλοστή και κυνηγάει εκείνη πλέον τους ασυνείδητους θύτες. Αμερικανική και βιβλική, η εκδίκηση έρχεται από γαλλικό χέρι και γυναικεία ματιά.

 

Σκηνοθέτις είναι η Κοραλί Φαρζά που παρουσίασε σε παγκόσμια πρεμιέρα το Revenge στο τμήμα των μεταμεσονύχτιων προβολών του Φεστιβάλ του Τορόντο, στον ίδιο χώρο όπου ακριβώς έναν χρόνο νωρίτερα μια άλλη Γαλλίδα, και πάλι σε σκηνοθετικό ντεμπούτο, η Τζούλια Ντικουρνό, είχε προκαλέσει λιποθυμίες στους θεατές με το κανιβαλιστικό Raw.

 

Ενώ η Ντικουρνό γέννησε άβολα συναισθήματα με θεματική ατμόσφαιρα, όπου ο ρυθμός της εν πολλοίς καθόριζε τις καταστάσεις, η Φαρζά βουτά ανενδοίαστα σε ένα συμπαγές υφολογικό σύμπαν, αντλώντας εικόνες από τη βίαιη δεξαμενή του καθαρού exploitation σε μια ταινία που διασταυρώνει τον ανοιχτό ορίζοντα κινδύνου των Mad Max με τις αποφασιστικές, αήττητες γυναίκες του Ρας Μέγιερ, χωρίς ίχνος σάτιρας ή λαθραίου χιούμορ.

 

Η Φαρζά βουτά ανενδοίαστα σε ένα συμπαγές υφολογικό σύμπαν, αντλώντας εικόνες από τη βίαιη δεξαμενή του καθαρού exploitation σε μια ταινία που διασταυρώνει τον ανοιχτό ορίζοντα κινδύνου των Mad Max με τις αποφασιστικές, αήττητες γυναίκες του Ρας Μέγιερ.

Με ελάχιστο ή καθόλου διάλογο, το Revenge περιέχει τόνους αίματος, συμβολικούς συσχετισμούς ανθρώπων με ζώα και πτηνά και άφθονη στενόχωρη ανατομία, με αποκορύφωμα μια σκηνή όπου ένας από τους «κυρίους» τρέχει ξυπόλυτος και τραυματισμένος σε χωματόδρομο, πατά με δύναμη ένα όρθιο, ευμέγεθες γυαλί και αναγκάζεται να το βγάλει, εννοείται χωρίς αναισθησία, γρυλίζοντας και ουρλιάζοντας.

 

Το αυθόρμητο χειροκρότημα ή η άμεση δυσφορία εξαρτάται από το γούστο και τις αντοχές του θεατή. Ωστόσο, η Φαρζά δεν επιχειρεί το cool πορτρέτο μιας αδικημένης γυναίκας σαν να θέλει να χωρέσει την έννοια του αυτόκλητου τιμωρού με το νεο-φεμινιστικό βλέμμα σε οικεία, ανδροκρατούμενα μοτίβα, αλλά φτιάχνει ειλικρινές genre b-movie, όπως θα έκανε ο Νίκολας Γουίντινγκ Ρεφν, αν δεν κυριευόταν από τα υπερστυλιστικά του δαιμόνια. Και το κάνει καλά, χωρίς παρεκκλίσεις, με ευσυνείδητη υπερβολή, δίχως έλεος.