Έντεκα χρόνια μετά το ενδιαφέρον Sehnsucht (Λαχτάρα), η Γερμανίδα Βαλέσκα Γκρίζεμπαχ, που με τα αφτιασίδωτα πορτρέτα της φλερτάρει περισσότερο με το σινεμά του Μπρινό Ντιμόν και των Νταρντέν παρά με τους δικούς της ανθρώπους, τον Πέτζολντ και τη Μάρεν Άντε (δούλεψε μαζί της στο σενάριο του Τόνι Έρντμαν), στη νέα της ταινία Western παίρνει και δίνει χρόνο: ξεδιπλώνει με καλοκαιρινούς και ράθυμους ρυθμούς την ιστορία Γερμανών εργατών που μεταβαίνουν σε ένα βουλγάρικο χωριό στα σύνορα με την Ελλάδα για έργα υποδομής και αφήνει τις σχέσεις τους με τους ντόπιους να αναπτυχθούν όπως αρμόζει σε ανθρώπους που βασικά συνεννοούνται με νοήματα, γιατί κανείς, ή σχεδόν κανείς, δεν γνωρίζει τη γλώσσα του άλλου.

 

Ο πρωταγωνιστής είναι ο Μάινχαρτ (το πραγματικό όνομα του ηθοποιού, που στην ουσία είναι εργάτης σε αυτοκινητοβιομηχανία) και το μεγαλύτερο κομμάτι του ιδιότυπου Western, που έχει αυτό τον τίτλο γιατί μοιάζει με εισβολή καουμπόηδων σε μια περιοχή-φάντασμα αλλά και διότι εξετάζει την ελεγκτική απόβαση των Δυτικών σε μια ανατολικο-βαλκανική χώρα, στήνεται πάνω στο σκληρό, γωνιώδες πρόσωπό του και στον λακωνικό, λιτό τρόπο του. Η συμβολική και κυριολεκτική χειρονομία του να πλησιάσει μια κουλτούρα που του είναι άγνωστη, διατηρώντας μια επιφύλαξη που διαχωρίζει έντεχνα και έξυπνα τον ξένο από τον αταίριαστο, χαρακτηρίζει μια ταινία με σκεπτόμενο concept, πρωτότυπα και νατουραλιστικά δοσμένο, που όμως στην αποτύπωση των προθέσεών της υστερεί, σβήνοντας αντι-δραματικά τις εντάσεις που εγείρονται.