Ο αληθινός, καλά θαμμένος, όπως υποστηρίζουν κάποιοι ιστορικοί (και σίγουρα ο Στίβεν Φρίαρς και οι συνεργάτες του), πλατωνικός έρωτας της βασίλισσας Βικτώριας με τον Ινδό Αμπντούλ Καρίμ προς τα τέλη του 19ου αιώνα δημιουργεί ένα μικρό σκάνδαλο στα χαρτιά, καθώς η μακροβιότερη μονάρχης της βρετανικής αυτοκρατορίας αψήφησε συμβουλές και κανόνες και επέλεξε να έχει στο πλευρό της έναν αταίριαστο υπήκοο, και μάλιστα έφτασε στο σημείο να τον παρακαλάει να της μάθει ούρντου, τη διάλεκτο των μουσουλμάνων Ινδών. Ο Φρίαρς επιμένει στην παρακμιακή αποδρομή μιας υπέρβαρης γυναίκας που βαριέται τις εκδηλώσεις προς τιμήν της, τα ατελείωτα γεύματα και τους ανιαρούς λόγους, με όλη τη φανφάρα και την ασημαντότητα που συνόδευε τους εορτασμούς του Ιωβηλαίου – η Βικτώρια δεν κάνει τίποτε άλλο από το να τρώει τον άμπακο και να αποκοιμιέται στην πλουμιστή καρέκλα της, περιμένοντας το τέλος, όπως και το περιβάλλον της αυλής με τους κόλακες και τον ρεμπεσκέ πρωτότοκο, ο οποίος ελπίζει στη διαδοχή, στο μεταξύ γλεντώντας «κοσμοπολίτικα» στην Ευρώπη. Μπλέκοντας για άλλη μια φορά με τους γαλαζοαίματους, μετά τη ζουμερή και άκρως ενδιαφέρουσα Βασίλισσα, ο Στίβεν Φρίαρς, που είναι πλέον σίγουρο πως δεν δίνει δεκάρα για τη βασιλεία ως θεσμό, βλέπει το παράδοξο ταίριασμα ως αφορμή για έναν ειρωνικό αφορισμό της μοναρχίας, με λεπτό χιούμορ και ανατρεπτικούς υπαινιγμούς.

 

Η ιστορία με τον Αμπντούλ, τον οποίο επέβαλε ετσιθελικά στο παλάτι και διατήρησε στο πλάι της, προκαλώντας, υποτίθεται, τη θυμηδία στην αρχή και την οργή στη συνέχεια των αξιωματούχων και του γιου της, παρέμεινε άγνωστη για 100 χρόνια, ώσπου βγήκαν στην επιφάνεια οι λεπτομέρειες από τα ημερολόγια του Αμπντούλ, καθώς τα ντοκουμέντα είχαν προσεκτικά εξαφανιστεί.

Στο ταξίδι από την Ινδία για μια άσχετη αιτία, την παράδοση ενός επετειακού νομίσματος πίστης στο πρόσωπό της, ο ταπεινός και ενθουσιώδης Αμπντούλ συνοδεύεται από έναν συμπατριώτη του, ο οποίος σιχαίνεται τη βρετανική σκλαβιά και λειτουργεί ως πολιτικό σχόλιο εναντίον του στέμματος – μια διακριτική παρουσία του Φρίαρς, ο οποίος δεν γράφει σενάρια αλλά παρεμβαίνει όσο μπορεί για να μην παρεξηγηθούν οι προσωπικές του απόψεις επί των θεμάτων που σκηνοθετεί. Δεν ήταν η πρώτη φορά που η βασίλισσα Βικτώρια λοξοδρόμησε, αφού υπήρξε και ο πραγματικός έρωτάς της με τον κύριο Brown, που τον έχουμε δει επίσης στο σινεμά, και πάλι με την Τζούντι Ντεντς στα ίδια καθήκοντα. Το δέσιμό της με τον Αμπντούλ σκιαγραφείται με τη μεταδοτική ενέργεια ενός εμφανίσιμου και εξωτικού άνδρα, ο οποίος πιστεύει σε μια παραιτημένη γυναίκα που έχει εγκλωβιστεί σε ένα πολυτελές φλερτ με την τελευταία πράξη της ζωής και της πλούσιας καριέρας της. Η Βικτώρια της Ντεντς είναι ξεροκέφαλη και αυταρχική, αλλά αφήνει να διαφανούν η ποιότητα που την έκανε τόσο σημαντική, η όρεξή της για εμπειρίες, μείον η έννοια για τη δεδομένη υστεροφημία της. Η ιστορία της με τον Αμπντούλ, τον οποίο επέβαλε ετσιθελικά στο παλάτι και διατήρησε στο πλάι της, προκαλώντας, υποτίθεται, τη θυμηδία στην αρχή και την οργή στη συνέχεια των αξιωματούχων και του γιου της, παρέμεινε άγνωστη για 100 χρόνια, ώσπου βγήκαν στην επιφάνεια οι λεπτομέρειες από τα ημερολόγια του Αμπντούλ, καθώς τα ντοκουμέντα είχαν προσεκτικά εξαφανιστεί. Για να δώσει έμφαση στην ανορθόδοξη παρουσία ενός Ινδού στο παλάτι πολύ πριν από την πολιτική αφύπνιση μιας τεράστιας χώρας που κατάλαβε αργά πως δεν γίνεται να σκύβει το κεφάλι σε ένα καταρρέον σύστημα, ο Φρίαρς καταφεύγει σε ένα ελάχιστα πειστικό, σχεδόν χάρτινο πορτρέτο του Αμπντούλ, που κάνει τον Βίκτορ Μπανερτζί (το μοναδικό φάλτσο στο δηλωτικό μιας ολόκληρης εποχής colonial αριστούργημα) από το Πέρασμα στην Ινδία του Ντέιβιντ Λιν να φαντάζει ολοκληρωμένος και πολύπλοκος και τη Βικτώρια μια προχωρημένη γηραιά κυρία, ενώ όλα συνηγορούν πως είτε δεν υπήρξε ποτέ τέτοια είτε πως το συμβάν ήταν μια απλή ιστορική υποσημείωση που κάποιοι θεώρησαν μπέρδεμα να την αναδείξουν, τότε ή νωρίτερα.


Η Βικτώρια της Ντεντς είναι ξεροκέφαλη και αυταρχική, αλλά αφήνει να διαφανούν η ποιότητα που την έκανε τόσο σημαντική, η όρεξή της για εμπειρίες, μείον η έννοια για τη δεδομένη υστεροφημία της.

 

Εντάξει, η ταινία δεν υποστηρίζει πως πρόκειται για συγκάλυψη με σημασία ή για πολιτική σκευωρία, αλλά οι χαρακτήρες τραβιούνται στις περισσότερες σκηνές χωρίς νόημα ή κάποια σοβαρή αιτία, πέρα από τη ματιά πάνω στα μινόρε και εντελώς προσωπικά διλήμματα που αντιμετώπισε η βασίλισσα στο λυκόφως της ζωής της. Παρά τις φήμες για την αδυναμία της να αντεπεξέλθει στις απαιτήσεις του γυρίσματος μιας ταινίας μεγάλου μήκους λόγω της προβληματικής της όρασης, η σπουδαία Ντεντς μονοπωλεί το ενδιαφέρον και μαγνητίζει σε ένα παραμύθι που τεντώνει αδικαιολόγητα την πραγματικότητα και φλερτάρει φλεγματικά με τη φαντασία πολλών, από τον πραγματικό Αμπντούλ και το συγγραφέα του βιβλίου Σραμπάνι Μπάσου μέχρι τον σεναριογράφο (του Μπίλι Έλιοτ, μεταξύ άλλων) Λι Χολ. Στο Φεστιβάλ Βενετίας, όπου η ταινία προβλήθηκε για πρώτη φορά, εκτός Διαγωνιστικού, ο Φρίαρς παρομοίασε το Βικτώρια και Αμπντούλ με το Ωραίο μου πλυντήριο, προφανώς λόγω της διαφυλετικής σχέσης. Ιεροσυλία βασιλικού μεγέθους!