Το αριστούργημα του Στάνλεϊ Κιούμπρικ από το 1980 είναι άφταστο για πολλούς λόγους: απογοητεύοντας τον συγγραφέα Στίβεν Κινγκ, που έγραψε το ομώνυμο best seller το 1977, βασικά διότι μεταποίησε τον χαρακτήρα της συζύγου και άλλαξε τον επίλογο, αλλά κυρίως γιατί το επεξεργάστηκε στο ευδιάκριτο ύφος του (πώς θα μπορούσε να κάνει διαφορετικά…), εξακολουθεί να μας τρομάζει με την ιστορία του Τζακ Τόρενς, του επίδοξου συγγραφέα με δαίμονες αλκοολισμού και παρελθόν βίας απέναντι στο παιδί του, που αποτραβήχτηκε στο άδειο για τον χειμώνα ξενοδοχείο Overlook μαζί με τη γυναίκα και τον μικρό του γιο και, αγνοώντας συγκαταβατικά τις προειδοποιήσεις του μάνατζερ για τον προηγούμενο επιστάτη, ο οποίος σκότωσε σύζυγο και παιδί πριν αυτοκτονήσει, οδηγήθηκε σε μια κλιμακούμενη δίνη τρέλας και παράνοιας, καθώς ένα άλλο, σαφώς πιο πολύπλοκο και αιματοβαμμένο συμβάν στο ξενοδοχείο δίνει το «παρών» με τον πιο ανατριχιαστικό τρόπο. Το παιδί διαθέτει το shining, το χάρισμα να βλέπει τι έχει συμβεί με οράματα και προαίσθηση, κι έτσι εμφανίζονται μπροστά του τα φαντάσματα της φρίκης που ενώνονται με τον πατέρα του σε μια πιθανή επανάληψη ενός ανείπωτου φονικού.

 

Σπάζοντας τους κώδικες του τρόμου, που θέλουν σφιχτά πλάνα, κοφτό μοντάζ και γρήγορο τέμπο, η «Λάμψη» αξιοποιεί τη φρέσκια για εκείνη την εποχή steadicam και με μεγάλα πλάνα και αργό ρυθμό χτίζει μια μεταφυσική ένταση ανάμεσα στους τυπικούς οικογενειακούς διαλόγους, που «διαβάζεται» στο πρώτο επίπεδο του άνδρα που χάνει τα λογικά του από τη μοναξιά και τον χαρακτήρα του και σε δεύτερο λόγω του ζωντανού οργανισμού που τον ρουφάει σε ένα σπιράλ θανάτου, από τη στιγμή που πάτησε το πόδι του στο Overlook.

 

Τα μεγαλειώδη σκηνικά του Ρόι Γουόκερ και η ψυχρή φωτογραφία του Τζον Άλκοτ κάνουν θαύματα, ενώ η μουσική, από τα ηλεκτρονικά τινάγματα της Γουέντι (πρώην Γούλτερ) Κάρλος μέχρι τα κλασικά favorites του σκηνοθέτη από τον Πεντερέσκι και τον Λιγκέτι, προσδίδουν απόκοσμη συνοδεία σε αυτό που κάποιοι, σε μια τρίτη ανάγνωση, θεωρούν μια κολοσσιαία αλληγορία για τη σφαγή των Ινδιάνων ‒ καθώς το ξενοδοχείο, όπως δηλώνεται στην αρχή της ταινίας, είναι χτισμένο πάνω σε νεκροταφείο Native Americans. Από ερμηνείες άλλο τίποτε, όπως είδαμε στο ενδιαφέρον και σπαρταριστό ντοκιμαντέρ του 2012, «Room 237», αν και σημασία έχει το πώς τα υπαρξιακά σπαράγματα του Τζακ υποχωρούν σε ένα συνεχές φρίκης που φωλιάζει στο υποσυνείδητο του θεατή και δεν τον αφήνει σε ησυχία, πολλά χρόνια αργότερα. Και όπως κλασικά συνέβαινε με τις ταινίες του Κιούμπρικ, όταν κυκλοφόρησε η ταινία το 1980 οι κριτικές ήταν αμήχανες ως κακές, προτάθηκε για τα Χρυσά Βατόμουρα, ώσπου, χρόνια αργότερα, έγινε επανεξέταση και ποιοτική αποκατάσταση. Όσο και αν ωρύεται ο λάλος Στίβεν Κινγκ, η «Λάμψη» του Κιούμπρικ δεν έχει ταίρι στο είδος της και οι τραβηγμένες απόπειρες των ειδικών στην τρομάρα, εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων, δεν πιάνουν χαρτωσιά μπροστά του. Δεν είναι τυχαίο που άλλος ένας «άσχετος» με το αυθεντικό horror, ο Γουίλιαμ Φρίντκιν, είχε κάνει τον πλέον αξεπέραστο από τους πολλούς «Εξορκιστές», προερχόμενος από διαφορετικό background.