Μετά τις βουτιές της στο Μέλλον της Μία Χάνσεν Λοβ και κυρίως στο Elle του Πολ Βερχόφεν, και λίγο πριν από το συνταίριασμα με τον αγαπητό της Μίκαελ Χάνεκε, η Ιζαμπέλ Ιπέρ ανεβαίνει στον αφρό με μία από τις πιο ελαφρές ταινίες που έχει επιλέξει ποτέ σε μια ένδοξη καριέρα αλύτρωτου πόνου και ακραίου σαδομαζοχισμού – με την καλή έννοια. Το «Souvenir», γραμμένο για την ταινία από τους Pink Martini, είναι το τραγούδι που χάρισε στη Λιλιάν τη δεύτερη θέση, πολλές δεκαετίες πριν, στη Eurovision, ένα αξιοπρεπέστατο πλασάρισμα, αν σκεφτεί κανείς πως έχασε στο τσακ από κοτζάμ ABBA. Η ανάμνηση μιας γλυκόπικρης ήττας και του προφανούς «τι θα γινόταν αν...» είναι ερμητικά κλειδωμένη στο ντουλάπι της εκλογίκευσής της για μια καριέρα που δεν ήρθε ποτέ, αλλά ξαναβγαίνει με δύναμη, όταν ένας πολύ νεότερός της άνδρας, συνάδελφός της στο εργοστάσιο όπου δουλεύει αδιαμαρτύρητα και αθόρυβα, ελπίζοντας πως κανείς δεν θα την ξεθάψει, τη φλερτάρει και εκφράζει τον θαυμασμό και την πρόθεσή του να αναβιώσει την καριέρα της, αναλαμβάνοντας χρέη μάνατζερ. Η υπόσχεση για μια ευχάριστη κομεντί, ανώδυνη και άκακη όπως και ο ευρωπαϊκός διαγωνισμός των κάποτε ελαφρολαϊκών τραγουδιών, κρατάει όσο και ο έρωτας μιας σβησμένης αρτίστας που ξαναθερμαίνει την παλιά της φλόγα με έναν ορμητικό, ειλικρινή αλλά και φιλόδοξο Πυγμαλίωνα, με αντίθετους όμως ηλικιακούς ρόλους. Η Ιπέρ ψάχνει το βάθος της Λιλιάν, τα νεανικά της όνειρα και τον πόνο που λανθάνει σε μια καλλιεργημένη άρνηση ετών και τον βρίσκει όσο της επιτρέπει το σενάριο του Βέλγου Μπαβό Ντεφίρν. Η κοριτσίστικη εμφάνισή της τη βοηθάει πολύ, όχι όμως και το επίπεδο τραγούδι και η ασθενική της φωνή. Όπως, για παράδειγμα, το «Random Access Memories» των Daft Punk δεν είναι ένα κανονικό disco album αλλά ένα μουσικό και θεωρητικό πόνημα για την disco (για όσους ακούνε προσεκτικά), έτσι και το «Souvenir» απλώς χρησιμοποιεί τη Eurovision ως υπόβαθρο για τη ματαίωση και τη δεύτερη ευκαιρία.