Με τη μινιμαλιστική του θέρμη και την αταλάντευτη, αξιοθαύμαστη συνέπεια σε πορτρέτα «αναλογικών» ανθρώπων σε έναν πέτρινο κόσμο, ο Τζιμ Τζάρμους ανακαλεί στην τάξη το κλισέ της «ποίησης της καθημερινότητας» στην ιστορία του οδηγού λεωφορείου που γράφει στίχους και στροφές, κάνοντας την ίδια δουλειά κάθε μέρα, την ίδια στιγμή που η σύντροφός του, ανήσυχη και δημιουργική με πιο σωματικό τρόπο, σαλπάρει για άλλες διαδρομές. Η εκδηλωτική Λόρα, στήριγμα και απάγκιο του εσωστρεφούς Πάτερσον, που μένει στο... Πάτερσον του Νιου Τζέρζι και έχει ως είδωλο −ποιον άλλο− τον ποιητή Γουίλιαμ Κάρλος Γουίλιαμ, το καμάρι της πόλης (τουλάχιστον για όσους ασχολούνται με την Τέχνη), είναι μια εξωτική νότα στην ωρολογιακή ρουτίνα που διακόπτεται από κλεφτούς περιπάτους σε ωραίες γωνιές, την καθιερωμένη βόλτα του σκύλου και την μπίρα με τους φίλους στο μπαρ της γειτονιάς. Ο Πάτερσον εμπνέεται από τους επιβάτες κρυφακούγοντας τους διαλόγους τους ή απλώς παρατηρώντας τα βλέμματά τους. Σημειώνει στο τετράδιο, δοκιμάζει, σβήνει και ξαναρχίζει μέχρι να βρει έναν ήχο αλήθειας ανάμεσα στις λέξεις, σαν τις ενδιάμεσες στάσεις μιας προκαθορισμένης πορείας, κι ακόμη καλύτερα, το μικρό ατύχημα που θα τον βγάλει από τον δρόμο του. Ο Τζιμ Τζάρμους δεν χάνει beat στη δική του παρατήρηση, τοποθετώντας τον Πάτερσον σε στενά όρια για να κάνει το δικό του point: δεν έχει τόση σημασία το μεγαλείο όσο η αναμέτρηση με τις δικές του δυνάμεις στο κυνήγι μιας προσωπικής φωνής. Σαν να μιλά για τον εαυτό του...