Μια σχολική τάξη γίνεται μικρογραφία μιας ολόκληρης κοινωνίας, από την πρώτη κιόλας σκηνή του φιλμ, όπου η καινούργια δασκάλα ζητά από τους μαθητές της να συστηθούν και να αναφέρουν τα επαγγέλματα των γονιών τους, τους ρόλους δηλαδή που παίζουν στη σοσιαλιστική κοινωνία της Μπρατισλάβας στα μέσα της δεκαετίας του '80. Αμέσως βλέπουμε σε flashback, με αφορμή μια συγκέντρωση των γονιών, τι κερδίζει και χάνει ο καθένας, ανάλογα με τη χρησιμότητα του ρόλου του. Η δασκάλα δεν ζητά μεγάλα πράγματα, αλλά μικρές «χάρες», όπως τρόφιμα ή θελήματα, και όποιος μπορεί να τις πραγματοποιήσει βλέπει τον κόπο του να μετατρέπεται σε καλό βαθμό του παιδιού του.

 

Ο Γιαν Χρέμπεκ χρησιμοποιεί επιδέξια το μοντάζ για να δώσει μεγαλύτερο τόνο αγωνίας σε αυτά που λέει, κάτι που τον βοηθά να αποφύγει τον διδακτισμό, στον οποίο θα μπορούσε να έχει καταφύγει πολύ εύκολα με την ιστορία που είχε. Αντίθετα, κάνει ξεκάθαρες τις ταξικές διαφορές στα κομμουνιστικά χρόνια (αφού δεν την πληρώνουν μόνο οι αντιρρησίες αλλά και όσοι κάνουν πιο ταπεινές εργασίες) και τονίζει πολύ εύστοχα πως οι ίδιες διαφορές, αλλά και οι συμπεριφορές που τις προκαλούσαν, αποτελεί παθογένεια όλου του κόσμου, όποιο οικονομικό σύστημα κι αν έχει, οπότε η κριτική του πάνω στο καθεστώς της εποχής στην οποία αναφέρεται έγκειται στο ότι απέτυχε να την εξαλείψει.