Λίγα χνάρια έχουν απομείνει από τα παλιά μαγικά του Τιμ Μπέρτον, του προέδρου στη λέσχη των ασυνήθιστων σκηνοθετών πριν από μερικές δεκαετίες. Χωρίς να έχει απολέσει πλήρως το κάποτε εκθαμβωτικό, και πλέον ευχάριστο, λοξό του βλέμμα στους outsiders, ο Αμερικανός σκηνοθέτης σταδιακά ντισνεϊοποιήθηκε, ανεξάρτητα από το στούντιο με το οποίο συνεργάζεται κάθε φορά – αυτή η ταινία έγινε στην Fox. Εκτός όμως από τη διαφορά από ένα προεφηβικό κοινό που σηματοδοτήθηκε με την τεράστια επιτυχία της Αλίκης στη Χώρα των Θαυμάτων, η κρίσιμη καμπή παρατηρείται από το Big Fish, ένα ήπιο μελό ενηλικίωσης, όχι μόνο του χαρακτήρα αλλά κυρίως του ίδιου του Μπέρτον, που με την πατρότητα άλλαξε κατεύθυνση και, για να το θέσουμε στη βάση του, αυτο-ψυχαναλύεται σύστοιχα με την καριέρα του. Η προσθήκη της Έλενα Μπόναμ Κάρτερ είχε μάλλον ευεργετικό αποτέλεσμα (μια goth μούσα που τον συνέδεε με την αυθεντική βρετανική παράδοση που ούτως ή άλλως ελλόχευε στη φιλμογραφία του), ενώ η απουσία της έπεσε στα μαλακά με άλλες δυναμικές, στα όρια της αφέντρας, γυναίκες, όπως η Έβα Γκριν, που υποδύεται τον κεντρικό χαρακτήρα, τη Μις Πέρεγκριν, μια γυναίκα που μπορεί να μεταμορφώνεται σε πτηνό και να προσφέρει ασφαλές καταφύγιο σε ξεχωριστά παιδιά με ειδικές ικανότητες.

 

Πρόθεση του Μπέρτον είναι να πραγματευτεί για μια ακόμη φορά τον πόνο και τα διλήμματα της διαφορετικότητας στην ευαίσθητη ηλικία

 

Ωστόσο, ο πρωταγωνιστής της ταινίας, τυπικά ενσαρκώνοντας τους φαινομενικά δειλούς ήρωες του Μπέρτον της τελευταίας περιόδου του, είναι ο Τζέικ, που έχει αδυναμία στον παππού του, θυμάται πολύ καλά τις ιστορίες για μοχθηρά τέρατα που του έλεγε από την παιδική του ηλικία και κατορθώνει να τρυπώσει σε μια τρύπα του χρόνου, έναν βρόχο όπως αποκαλείται εδώ, και να ανακαλύψει το περίφημο σπίτι κάπου στην Ουαλία εν καιρώ πολέμου, γοητευμένος και φοβισμένος ταυτόχρονα από τη μέρα της μαρμότας που ζουν όλοι οι «τρόφιμοι» λίγο πριν από έναν μοιραίο βομβαρδισμό, αλλά και από τη νεαρή ξανθιά που αψηφά τη βαρύτητα και μελαγχολικά τον θέτει προ του ερωτικού του σκιρτήματος. Όσοι ιδιαίτεροι έχουν λακίσει από τις προστατευμένες λούπες έχουν αποκτήσει βαμπιρικές ιδιότητες και μόνο ο Τζέικ μπορεί να τους δει, καθιστώντας τον μέλος της παρέας, αλλά με το προνόμιο του επισκέπτη στον χρόνο.

 

Πρόθεση του Μπέρτον είναι να πραγματευτεί για μια ακόμη φορά τον πόνο και τα διλήμματα της διαφορετικότητας στην ευαίσθητη ηλικία και το κάνει από την πρώτη σεκάνς, όταν συνομήλικοι του Τζέικ του κάνουν bullying στον χώρο εργασίας του, με τον ίδιο ανήμπορο να αντιδράσει. Το βασικό μοτίβο του Μπέρτον δεν έχει διαφοροποιηθεί, αν και τα θέματά του πλέον ακολουθούν μια αναμενόμενη αφηγηματική πεπατημένη. Έχοντας στα χέρια του μεγάλους προϋπολογισμούς και ακριβά ψηφιακά παιχνίδια, αναπαριστά τις μάχες με σπιλμπεργκικό αέρα, διατηρώντας ένα ταπεινότερο προφίλ στην παρατήρηση που δεν αυξομειώνεται με μεγάλες ταλαντώσεις ανάμεσα στο μελό και στο έπος. Το Σπίτι για ασυνήθιστα παιδιά είναι καλή ταινία, έχει δουλευτεί στις λεπτομέρειες του σεναρίου και των τεχνικών κατηγοριών και το σκηνοθετικό άγγιγμα του Μπέρτον είναι απαλό, ανώδυνο και ενίοτε ζωηρό, όπως στη μονομαχία των τεράτων, των παιδιών και των σκελετών. Ωστόσο, το μήνυμα (ήμαρτον, πλέον) της διαφορετικότητας δεν καθαγιάζει σχεδόν ποτέ το περιεχόμενο και η χαρακτηριστική εκκεντρικότητα του Ψαλιδοχέρη, του Σκαθαροζούμη, του Sleepy Hollow, του Εντ Γουντ ή του Κουρέα έχει πλέον ξεθυμάνει. Γενικά, ένας μασκαρεμένος Τζόνι Ντεπ πάντα προσθέτει, ακόμη και σε μικρότερους ρόλους. Μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε το ασυνήθιστο, το παράξενο, το διαφορετικό, αλλά η έξτρα ποιότητα που φώτιζε και φλόγιζε τις πρώτες του ταινίες ανήκει σε ένα παρελθόν πολύ λιγότερο κατάλληλο για ανηλίκους, και σίγουρα πιο τολμηρό στη σύλληψη και τα μέσα εκτέλεσης.