Η ζωή του αλλάζει όταν γνωρίζει την Αϊρίν και τον γιο της Μπενίσιο. Αρχίζει να περνάει χρόνο με την οικογένεια, μέχρι που ο Στάνταρντ, ο άντρας της Αϊρίν, αποφυλακίζεται και ο Οδηγός, ύστερα από παράκληση της Αϊρίν, αναγκάζεται ν’ απομακρυνθεί. Όταν κάποια μέρα ο Οδηγός βρίσκει τον Στάνταρντ αιμόφυρτο στο γκαράζ, χτυπημένο από κακοποιούς, αναγκάζεται να πάρει την κατάσταση στα χέρια του.

 

Το Drive έχει ήδη αποκτήσει τη φήμη που περιβάλλει μια ταινία με λίγα λόγια και πολύ στυλ, ένα φιλμ είδους με βία και φιγούρα, αρσενικό, μια και ήρωες είναι ένας άντρας και το αυτοκίνητό του, μα και λιμπιστικό, καθώς το εικονοποιημένο λούστρο του το ανεβάζει σ’ ένα βάθρο ηρωισμού και αυτοθυσίας. Φορτωμένη με αρετές κι ελλείψεις, η ταινία πάσχει από τις ετικέτες του κουλ και του χιπ, μπερδεύοντας την πραγματική του αξία. Στις Κάννες δίχασε και, μέσα στον συνήθη ωκεανό ταινιών καλλιτεχνίας και περίσκεψης, έφυγε με το Βραβείο Σκηνοθεσίας για τον Ρεφν και τις καθαρές του ιδέες, αφήνοντας τον έτερο Δανό, γνωστό και ως Λαρς, με τις ενοχές και τον θόρυβο που προκάλεσαν οι δηλώσεις του.

 

Γνωστός απ’ την τριλογία Pusher αλλά και τις πολύ ενδιαφέρουσες πρόσφατες ταινίες του Valhalla Rising και Bronson, ο Ρεφν είναι αναμφισβήτητα ένας δεξιοτέχνης με έλεγχο στο υλικό του και οραματικές τάσεις, που με αυτό το χολιγουντιανό του ντεμπούτο (εντάξει, ας ξεχάσουμε το ατυχές Fear X με τον Τζον Τουρτούρο) θα έχει το ευχάριστο δίλημμα να κάνει ό,τι θέλει με μετριοπαθή προϋπολογισμό ή να καταθέσει την ψυχή του στο έδρανο της δημοπρασίας ταλέντων και ν’ απορροφηθεί - πιστεύω πως είναι αρκετά έξυπνος να επιλέξει το πρώτο, αλλά κανείς δεν ορκίζεται. Στο Drive οι αναφορές είναι τόσο πολλές: ο ίδιος ο Γκόσλινγκ χαρακτήρισε το φιλμ διασταύρωση του Purple Rain του Πρινς με το Μπλε Βελούδο του Ντέιβιντ Λιντς.

 

Δεν θα το έλεγα. Είναι σίγουρο πως ο ανώνυμος χαρακτήρας που υποδύεται, ο Οδηγός, τον οποίο αποκαλούν Kid ή Αυτός, είναι ένα κράμα Κλιντ Ίστγουντ και Στιβ Μακουίν, σκληρός και ωραίος, λακωνικός και μυστηριώδης, αταξινόμητος και αταξικός, χωρίς παρελθόν κι εκφραστικότητα, αλλά με την ανεπαίσθητη έκφραση που δίνει, ανάλογα με τις στιγμές αδρεναλίνης ή παρατήρησης, ο Γκόσλινγκ, ένα χαρισματικό παιδί στον δρόμο προς την κορυφή. Με δανεικά στοιχεία που χοντρικά προέρχονται από τα ‘60s από τους δυο προαναφερθέντες iconic ηθοποιούς, τοποθετείται ωστόσο στα ‘80s λόγω της διάχυτης μουσικής επένδυσης, κυρίως απ’ τον Κλιφ Μαρτίνεζ (γνωστός απ’ τις συνεργασίες του με τον Στίβεν Σόντερμπεργκ) και τα υπέροχα κομμάτια των Kavinsky & Lovefoxx, Chromatics και Desire), μια electro κουβέρτα που συνοδεύει τον Οδηγό στο ραδιόφωνο, στις αυτοκινητάδες και στις περιπέτειές του, παραπέμποντας στον ήχο του Τζιόρτζιο Μορόντερ απ’ το American Gigolo.

 

Το όνομά του, λοιπόν, είναι Κανένας, εν μέρει επειδή είναι κασκαντέρ, δηλαδή αντικαταστάτης, αλλά κι επειδή η δουλειά του είναι να κάνει τη δουλειά του και να σιωπά, και τ’ αντανακλαστικά του εξελίσσονται σε μια μηχανική τελειομανία με αποκλειστική του παρέα το αυτοκίνητό του, ένα Chevy Impala, μυώδες σύμβολο δύναμης και αρρενωπότητας. Κάμπτεται απ’ την αθωότητα της νέας κι αδύναμης μητέρας, η οποία έχει έναν πρώην που την κακομεταχειρίζεται, και ο Οδηγός δεν μπορεί παρά να προστατέψει αυτήν και το παιδί της. Κάπου εδώ χάνεται η ταινία. Το αισθηματικό κομμάτι είναι αδύναμο και προσχηματικό. Η Μάλιγκαν δεν πείθει πως τινάζει ένα θηρίο έξω απ’ το κέλυφος του κι οι σκηνές μεταξύ του Οδηγού και της Αϊρίν κινούνται αργά, παρατεταμένα και αμήχανα. Η άκαμπτη ηθική του ήρωα, με την αξιοπρεπή κι ειλικρινή στάση που λαμβάνει μυθικές διαστάσεις, δεν τέμνεται με την «κακομοιριά» της άτυχης γυναίκας, όσο κι αν η βελούδινη συμπόνια στο βλέμμα του Γκόσλινγκ την προσκαλεί να ενωθούν.

 

Στα περιπατητικά και οδηγικά σημεία η ταινία είναι δυναμίτης, ειδικά στην πρώτη σεκάνς της μάλλον αδιάφορης ληστείας, που αμέσως μπαίνει σε ανθολογία. Μεταδίδεται μια ένταση εντελώς κινηματογραφική, ακόμη κι αν οι περιστάσεις είναι συνηθισμένες και casual. Τα βίαια ιντερλούδια μάς υπενθυμίζουν το Pusher του Ρεφν, με τον στυλιζαρισμένο σαδισμό της εικόνας. Και οι δεύτεροι ρόλοι, όπως σε κάθε αστικό γουέστερν που σέβεται τους κανόνες άρα τον εαυτό του, δρουν προειδοποιητικά κι ελλειπτικά, σαν αντιμαχόμενες προσωποποιήσεις του καλού και του κακού. Οι κριτικές μιλάνε για τον Άλμπερτ Μπρουκς κυρίως επειδή κοντράρει το συμπαθές του προφίλ. Ο Μπράιαν Κράνστον, ωστόσο, γνωστός απ’ το τηλεοπτικό «Breaking Bad», έχει το ουσιαστικότερο εκτόπισμα στον ρόλο του μέντορα του Οδηγού.