Το έργο του Άντονι Σάφερ Sleuthαντιμετωπίζεται πλέον σαν ιερή αγελάδα. Έκανε επιτυχία σε Αγγλία και Αμερική, βραβεύτηκε με Τόνι, μεταφέρθηκε στην οθόνη το 1972 με πρωταγωνιστές τον Ολίβιε και τον Κέιν και απέσπασε καλές κριτικές και πολλές σοβαρές υποψηφιότητες στα Όσκαρ, και έτσι φάνηκε να ολοκληρώνει έναν αξιοσέβαστο κύκλο και να μπαίνει στη χρυσοσκάλιστη ντουλάπα με τα καλοφορεμένα θεατρικά που συζητήθηκαν στον καιρό τους και έμειναν εκεί. Και δικαίως. Αν αποφασίσετε να ξαναδείτε τώρα την ταινία, θα παρατηρήσετε το κόλλημα στο πρωτότυπο κείμενο, θα αργήσετε να ξεπεράσετε τη στενή της σχέση με την εποχή που γυρίστηκε και μάλλον θα βαρεθείτε, αδυνατώντας να παρακολουθήσετε τη μονομαχία των δυο σπουδαίων ηθοποιών σε μια διαχρονική εξέλιξη.

Σωστά ο Τζουντ Λο είδε πως χωράει ξεσκόνισμα και επίσκεψη στο έργο, σοφά ο Μάικλ Κέιν παρέβη την αρχή του να μην μπαίνει στην περιπέτεια ενός ριμέικ αν δεν συντρέχει σοβαρός λόγος και ιδιοφυώς ο Πίντερ ξεμπέρδεψε τα λόγια από το πλατωνικό τους μάσημα και τα απλοποίησε, φωτίζοντας ποιητικά την ουσία της συνεύρεσης του Μάιλο με τον Άντριου. Και ω του θαύματος, από τον περίεργο, ποιητικό λόγο του σπουδαίου δραματουργού γεννήθηκε ένας ρεαλισμός που έρχεται σε αντίθεση με το βασικό και μοναδικό σκηνικό της ταινίας, ένα δαιδαλώδες σπίτι με δεκάδες μικροαντικείμενα, που μοιάζει με μοντέρνο μουσείο και φωτίζεται τεχνητά με ψυχρές αντανακλάσεις, σαν σπήλαιο ενός μανιακού εγκεφάλου που καταστρώνει ένα αποπροσανατολιστικό σχέδιο εξόντωσης ενός υποδεέστερου αντιπάλου.

Οι λέξεις του Πίντερ σκάνε σαν αγκάθια στο αδιάκοπο bras de fer και τοΠαιχνίδι Μυαλού λειτουργεί ανάλογα με την όρεξη του θεατή: είναι ένα λεπτό innuendo γλωσσικών παρεξηγήσεων και ειρωνείας, μια ταξική μονομαχία ανάμεσα σε έναν φτασμένο που υποτιμά συνεχώς τον ηθοποιό (τον αποκαλεί κομμωτή) και έναν μικροαστό που πιστεύει πως έχει το πάνω χέρι σε μια ερωτική ματζιριά, μια καθαρά εφηβική αναμέτρηση για το ποιος την έχει πιο μεγάλη και μια κρυφή απόλαυση στην ερμηνευτική αντιπαράθεση του Μάικλ Κέιν, που παίζει σαν γέρικο ερπετό, με τον Τζουντ Λο, που αποδίδει τον Μάιλο με την απατηλή αυτοπεποίθηση ενός αντιπαθούς κοκορόμυαλου, πιο συμπαθούς από τον πανούργο Άντριου, αλλά σαφώς πιο αδύναμου και ένοχου για την ίδια την αδυναμία του να δει την ανθρώπινη γκιλοτίνα που στήνεται σαν παγίδα με τις ευλογίες του.

Η φωτογραφία του Κύπριου Χάρη Ζαμπαρλούκου πρωταγωνιστεί επίσης σε μια ταινία που δεν απαρνείται τη θεατρικότητά της, αλλά γιορτάζει τους περιορισμούς της προς όφελος του περιεχομένου της. Η μουσειακή έπαυλη του Άντριου μοιάζει με μια ταριχευμένη κατοικία πολυτελείας με περιορισμένο οξυγόνο και τη λειτουργία μιας φάκας.