Από ένα άσχετο περιστατικό (ένα λούκι κακώς έσταζε νερά στον δρόμο) ένας χριστιανός μηχανικός αυτοκινήτων και ο Παλαιστίνιος πρόσφυγας, υπεύθυνος Πολεοδομίας, φτάνουν στα δικαστήρια για μια συνηθισμένη βρισιά που εκτοξεύθηκε και μια τυπική συγγνώμη που δεν δόθηκε.

 

Η αφορμή μπορεί να είναι ασήμαντη, αλλά η έφεση της πρωτόδικης απόφασης μετατρέπει την υπόθεση σε εθνικό θέμα, διότι οι παλιές πληγές που δεν έχουν επουλωθεί έρχονται στην επιφάνεια και ο σκηνοθέτης Ζιάντ Ντουερί, βοηθός του Κουέντιν Ταραντίνο τη δεκαετία του '90, βρίσκει την ευκαιρία να περιγράψει δραματικά, και ενίοτε συναρπαστικά, την πολύπλοκη πολιτική ιστορία του Λιβάνου.

 

Το να χωρέσουν σαράντα χρόνια μίσους και βεβιασμένης συνύπαρξης ενός διχασμένου από τον εμφύλιο πόλεμο έθνους σε μια ταινία είναι ένα επίτευγμα που απαιτεί γνώση και την αίσθηση της αλήθειας που αλλάζει συνεχώς πλευρά.

 

Ο Ντουερί δεν αποφεύγει τις βολές από στημένες φάσεις (μεγαλόσχημες εκφράσεις που συνοψίζουν τα εκατέρωθεν επιχειρήματα), αλλά, ως διαιτητής με ευθύνη για την κρισιμότητα του ματς μεταξύ των δύο αντίπαλων στρατοπέδων, και, χωρίς να ξεχνάει το εβραϊκό αγκάθι στη μέση της έριδος, μοιράζει ακριβοδίκαια την ευθύνη, δίνοντας ισόποσες ευκαιρίες στον Τόνι και στον Γιάσερ να εκφράσουν τα πάθη και τα λάθη τους, με το ζήτημα τιμής όπως το αντιλαμβάνονται, και τις συλλογικές συνέπειες να σκεπάζουν το προσωπικό ζήτημα.

 

Το δεύτερο μισό της ταινίας εκτυλίσσεται γύρω από μια μεγάλη δίκη που εκθέτει, κυριολεκτικά και μεταφορικά, την ηθική της μνήμης με λεπτομέρειες για το μωσαϊκό της λιβανέζικης κοινωνίας και σχόλια για τις αντικρουόμενες νοοτροπίες.