Πάντα υπάρχει μια μερίδα κοινού που, αντιλαμβανόμενη κυριολεκτικά την έννοια «ταινία καταστροφής», όταν βλέπει μια τέτοια γκρινιάζει γιατί τελικά δεν καταστράφηκαν όλα, αφού υπήρχε περιθώριο για περισσότερη φασαρία.

 

Αυτό το κοινό φιλοδοξεί να κερδίσει το «Rampage» που συνδέεται στη γενική του ιδέα με το ομώνυμο arcade παιχνίδι, όπου ο παίκτης χειριζόταν ένα από τρία τέρατα της αρεσκείας του και τα έβαζε με όλο το αμυντικό σύστημα των ΗΠΑ.

 

Στην ταινία, τα τέρατα που προέρχονται από γενετικά πειράματα αδηφάγου και αμοραλιστικής εταιρείας παρασύρονται από το ένστικτο της επιβίωσης, καταστρέφοντας έτσι ό,τι κινείται γύρω τους, αλλά κι αυτά δεν μπορούν παρά να γονατίσουν στη θέα ενός ατσαλάκωτου Ντουέιν Τζόνσον.

 

Πάντα υπάρχει μια μερίδα κοινού που, αντιλαμβανόμενη κυριολεκτικά την έννοια «ταινία καταστροφής», όταν βλέπει μια τέτοια γκρινιάζει γιατί τελικά δεν καταστράφηκαν όλα, αφού υπήρχε περιθώριο για περισσότερη φασαρία.

 

Κρατώντας το χιουμοριστικό ύφος που διατηρεί τα τελευταία χρόνια, αφήνοντας πίσω την αυστηρά macho εικόνα του, ο Rock προσαρμόζει αυτή του την αλλαγή και στον ρόλο του ως πρώην στρατιωτικού που βρήκε γαλήνη στον κόσμο των ζώων, αλλά δεν ξεχνά την τέχνη του και γι' αυτό μπορεί να πέφτει από αεροπλάνα, ελικόπτερα και ουρανοξύστες, ακόμη και να πυροβολείται εξ επαφής, χωρίς να συμβαίνει κάτι.

 

Ο σκηνοθέτης Μπραντ Πέιτον και το επιτελείο του προσπαθούν ξεκάθαρα να στηριχτούν στη φασαρία των CGI και, γνωρίζοντας πως σε μια τέτοιου είδους ταινία δεν χρειάζονται δικαιολογίες για τα αδικαιολόγητα που συμβαίνουν, βάζουν στόχο να ισοπεδώσουν, πέρα από το Σικάγο, κάθε ίχνος λογικής.

 

Το χάος που παραδίδουν έχει στιγμιαίες εκλάμψεις με εξυπνάδες και ατάκες που ελαφρύνουν ακόμη περισσότερο το κλίμα, αλλά στη βάση του παραμένει χάος που βγάζεις άμεσα από το μυαλό σου τη στιγμή που αποχωρείς από την αίθουσα.