Στο A.I. ο Στίβεν Σπίλμπεργκ στρίμωξε τις μεταφυσικές του ανησυχίες σε ένα μελοδραματικό σχήμα και υπέκυψε στα τραύματα της σύγκρουσης κλίμακας ανάμεσα στην αρχέτυπη λαχτάρα ενός παιδιού να βρει επιτέλους μια μανούλα και στο μεγαλοπρεπές, ανοιχτό πεδίο της τεχνητής νοημοσύνης ‒ ευγενής, αλλά αποτυχία.

 

Αντίθετα, στο Ready Player One όχι απλώς βρίσκεται στο στοιχείο του αλλά κάνει σλάλομ ανάμεσα στην πραγματικότητα και στη φαντασία όπως κανείς άλλος, νεότερος ή συνομήλικός του, δεν είναι ικανός να καταφέρει.

 

Με εφηβική ενέργεια και διψασμένη περιέργεια ο θαυματοποιός του αμερικανικού σινεμά καταρχάς εκτελεί χρέη τροχονόμου σε ένα αχανές υλικό, που δυστυχώς δεν είναι δικό του, αν και υπεραγαπά, για να μετατρέψει το παραθετικό χάος σε μια αντιληπτή ζούγκλα αναρίθμητων αναφορών σε videogames και χαρακτήρες από ταινίες και κόμικς, διασταυρώνοντας αγαπημένα και δημοφιλή σύμβολα της ποπ κουλούρας των τελευταίων τεσσάρων δεκαετιών με μια νεανική περιπέτεια των βαρέων κυβικών και του αλέγρου γούστου του.

 

Η μισή ταινία περιστρέφεται γύρω από το δυστοπικό Οχάιο και η άλλη μισή εκρήγνυται σε ένα παράλληλο σύμπαν βύθισης σε μια τεχνολογική θρησκεία

Με την πρωτότυπη πηγή, το best seller Αν είσαι έτοιμος πάτα Enter του Έρνεστ Κλάιν πάλευε επί 6 χρόνια, όχι μόνο για να μετατρέψει, με τη συνδρομή του συγγραφέα, τις εκατοντάδες σελίδες σε στρωτό και βιώσιμο σενάριο αλλά, κυρίως, για να εξασφαλίσει τα δικαιώματα χρήσης από τις εταιρείες και τους εμπορικούς κολοσσούς που τα έχουν και τα εκμεταλλεύονται.

 

Ειρωνικά, πέτυχε να τα «καθαρίσει» όλα, εκτός από τον Ultraman (μπερδεμένη ιδιοκτησία), τον οποίο αντικατέστησε με τον Iron Giant, και το Star Wars, που η Disney δεν του επέτρεψε να χρησιμοποιήσει, γιατί απλώς δεν ήθελε ‒ ο κολλητός του φίλος και παλιός συνεργάτης στους Ιντιάνα, Τζορτζ Λούκας, δημιουργός του Πολέμου των Άστρων, έχει οριστικά και κερδοφόρα παραιτηθεί από κάθε εμπορική ωφέλεια και χρήση του δημιουργήματός του.

 

Η απώλεια, ωστόσο, δεν φαίνεται: από τη Λάρα Κροφτ, τους ήρωες της DC, τον Κινγκ Κονγκ και τους δικούς του δεινοσαύρους από το Jurassic Park ως τον Σόνικ της Sega, την Τσουν Λι, τους απέθαντους και πανκακιώτατους Φρέντι Κρούγκερ και Τσάκι, την Οδύσσεια του Διαστήματος και, σε μια εκτεταμένη σεκάνς-έκπληξη, μια σπαρταριστή σύνοψη της Λάμψης του Κιούμπρικ, για αρχάριους και μυημένους ταυτόχρονα, παρωδία και φόρος τιμής re-ντεκουπαρισμένη με ακρίβεια ζογκλέρ, οι διασταυρώσεις είναι καταιγιστικές και ευφάνταστες, επιβλητικές και πλακατζίδικες, με άξονα πάντα το βιντεο-επιτραπέζιο σενάριο.

 

Ο ήρωας είναι ο Γουέιντ Γουότς, ένας έφηβος που ζει στο Κολόμπους του Οχάιο το 2045, κάτω από δεινές οικονομικές συνθήκες και με πενιχρές κοινωνικές προοπτικές, όπως όλος ο κόσμος, με μοναδική διέξοδο την εικονική πραγματικότητα.

 

Είναι ένας από τους πολλούς gunters, δηλαδή «κυνηγούς αυγών», του μπόνους που φέρνει η νίκη σε ένα virtual reality παιχνίδι, το Oasis, που σχεδίασε ο εκλιπών πια Τζέιμς Χάλιντεϊ. Όποιος καταφέρει να ξεπεράσει τα εμπόδια από τις πολλαπλές πίστες και αποκτήσει διαδοχικά τα τρία κλειδιά, θα κερδίσει ένα αστρονομικό ποσόν.

 

Ως σύγχρονος Γουόρχολ της κινούμενης εικόνας, ο Σπίλμπεργκ έχει πλήρη επίγνωση του μάρκετινγκ και της ανασύστασης των επιμέρους στοιχείων που το συναποτελούν.

Ο δαιμόνιος Γουότς και το avatar του, ο Πάρζιβαλ, θα συναντήσουν σθεναρή αντίσταση από την εταιρεία που ελέγχει όλο τον εξοπλισμό του Oasis και το αφεντικό της, τον Νόλαν Σορέντο (Μπεν Μέντελσον), αλλά θα έχει συμμάχους, ντροπαλούς «πραγματικούς» ανθρώπους που, όπως κι εκείνος, μεταμορφώνονται σε τολμηρούς κυνηγούς σε αυτό το γεμάτο παγίδες και αδρεναλίνη κυνήγι θησαυρού.

 

«Όταν ήμουν νεότερος, έκανα ταινίες από τη θέση του θεατή, για τους θεατές» δήλωσε πρόσφατα στους «New York Times» ο Αμερικανός σκηνοθέτης, παραδεχόμενος πως ο λόγος που σταμάτησε να λειτουργεί με γνώμονα το κέφι ήταν η ηλικία.

 

Με το Raedy Player One ξαναβρίσκει το χαμένο του mojo και ταυτόχρονα δεν παραλείπει να πυροδοτήσει το κλασικό στη φιλμογραφία του μοτίβο των παιδιών που μοιάζουν εγκαταλειμμένα από γονείς και δρουν πιο έξυπνα από τους ενηλίκους και να εμβολιάσει με κοινωνικό νόημα το λαχταριστό λούνα παρκ που έχει φυτέψει στην παιχνιδοαρένα του.

 

Η μισή ταινία περιστρέφεται γύρω από το δυστοπικό Οχάιο και η άλλη μισή εκρήγνυται σε ένα παράλληλο σύμπαν βύθισης σε μια τεχνολογική θρησκεία, καλωδιωμένη μέσα από αναρίθμητες μπράντες, εθιστική σα ναρκωτικό επικίνδυνο και σωτήριο μαζί.

 

Ως σύγχρονος Γουόρχολ της κινούμενης εικόνας, ο Σπίλμπεργκ έχει πλήρη επίγνωση του μάρκετινγκ και της ανασύστασης των επιμέρους στοιχείων που το συναποτελούν. Το αποδέχεται και το απολαμβάνει ταυτόχρονα. Ο τρόπος που το οικειοποιείται είναι καταιγιστικός, πολύ συχνά ιδιοφυής ‒ σου πέφτει το σαγόνι με την ταχύτητα και τη δεξιοτεχνία του.

 

Το Ready Player One τραβάει το φινάλε του, η τελική διαπίστωση περί ρεαλισμού είναι απλουστευτική, παρά το ηθελημένο pause στον σαματά που έχει προηγηθεί και οι χαρακτήρες, εκτός του μικρού Στίβεν (που σαν τον Γούντι Άλεν επιλέγει παιδιά που θα μπορούσαν κάλλιστα να είναι τα φανταστικά alter ego του), είναι κάπως σχηματικοί. Ωστόσο, τα ζαλιστικά επίπεδα της πλοκής αποζημιώνουν, και καθηλώνουν.

 

Και παρά το ότι το Reay Player One έχει τη ζέση και τη ζωή που έλειπε από τον Μεγάλο φιλικό γίγαντα και τον Τεν-τεν, και το fun επέστρεψε στον δημιουργό που τα τελευταία χρόνια μαζεύει διαδοχικές υποψηφιότητες Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας και φέρνει περισσότερα κέρδη με τις ιστορικές ταινίες του, όπως το Λίνκολν και το Post, ο λόγος που ίσως δεν ξαναφτάσει στα επίπεδα μαγείας των '70 και των '80s (ΕΤ, Σαγόνια του Καρχαρία) είναι το ότι η πληροφορία της σημειολογίας των διασκεδαστικών ταινιών του είναι δυνατότερη από το πηγαίο ένστικτο της πρώτης του περιόδου.