«Ποιος από εσάς γνωρίζει τη Μαρία Μαγδαληνή;» ρωτάει τους στρατιώτες του ο χιλίαρχος Κλάβιος/Τζόζεφ Φάινς στην Ανάσταση (Risen) και οι μισοί σηκώνουν το χέρι, δείχνοντας πως ακόμη και το 2016, τη χρονιά παραγωγής του βιβλικού νουάρ του Κέβιν Ρέινολντς, η εγγεγραμμένη εντύπωση πως η πιστή από τα Μάγδαλα υπήρξε πόρνη καλά κρατεί.

 

Η επικαιροποιημένα ρεβιζιονιστική ματιά της ταινίας Μαρία Μαγδαληνή που σκηνοθετεί ο δημιουργός του Lion, Γκαρθ Ντέιβις, εν πολλοίς καθορίζεται από τις δύο γυναίκες που συνέγραψαν το σενάριο, την Έλεν Έντμουντσον και τη Φιλίπα Γκόσλετ.

 

Χωρίς καμία διάθεση αντιθρησκευτικής ρητορικής, το επίκεντρο παραμένει ο Ιησούς, αλλά η Μαρία είναι εκείνη που φωτίζεται, για να δικαιωθεί και να αποκατασταθεί μετά από 15 αιώνες στίγματος.

 

Περίπου το πρώτο μισό της ταινίας, αρκούντως ταπεινό και σβησμένο σε χρώματα, ανιχνεύει το αδιέξοδο της πρωταγωνίστριας και παρακολουθεί την αναζήτηση της πνευματικής της ταυτότητας.

Όταν ο Πάπας Γρηγόριος ο Μέγας ερμήνευσε τη Μαγδαληνή ως μετανοημένη ιερόδουλο, προφανώς μπερδεύοντας την με άλλες Μαρίες, και κυρίως με μια γυναίκα που έπλυνε τα πόδια του Χριστού, η οποία ήταν, λένε τώρα, πόρνη, η παρανόηση διατηρήθηκε στην καθολική Εκκλησία και στο μυαλό των πιστών της, δημιουργώντας ένα μυθιστορηματικά και ψυχαναλυτικά ενδιαφέρον δίπολο με το ίδιο όνομα, απέναντι στον Σωτήρα, με την αειπάρθενο Μητέρα/Παναγία, να συνοδεύεται και να συμπληρώνεται, στην ασυμβίβαστη αγάπη, το απέραντο πένθος και τη μεταφυσική αγαλλίαση, από τη γνώριμη της σάρκας και της ηδονής, εξίσου πιστή στον Ιησού, Μαγδαληνή.

 

Οι πιο γνωστές ηθοποιοί που επελέγησαν για τον ρόλο στο παρελθόν, η Μόνικα Μπελούτσι με τα φυσικά προσόντα της στο Πάθος του Χριστού και η Μπάρμπαρα Χέρσεϊ με την εμφατική λαγνεία της στον Τελευταίο Πειρασμό, παραπέμπουν στην αμαρτία, δημιουργώντας ένα ακόμη δίπολο: αν δεν ήταν μια πόρνη που τα εγκατέλειψε όλα για να αφιερωθεί στον Ένα και μοναδικό, όπως η Μπελούτσι στην κυριολεκτική ταινία του Γκίμπσον, τότε πρέπει να είναι η σύντροφος και ερωμένη του, όπως εικάζουν ο Καζαντζάκης και ο Σκορσέζε.

 

Αλλιώς, πώς βρέθηκε μόνη σε μια παρέα ανδρών, ανέγγιχτη και σεβαστή από τους Αποστόλους και πρώτη που είδε τον αναστημένο Ιησού, ταυτόχρονα με τη Μητέρα του;

 

Από την άλλη, η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν μπέρδεψε ποτέ τα ονόματα, κατακεραυνώνοντας, αλίμονο, το κείμενο του Πάπα Γρηγορίου και επιμένοντας πως η Μαγδαληνή ουδέποτε υπήρξε ιερόδουλος, και πάλι αλίμονο, και πως το μοναδικό προβληματάκι που είχε ήταν τα πάθη της, δηλαδή τα 7 δαιμόνια, που ευχαρίστως ο Ιησούς ξερίζωσε από μέσα της, για να μπορέσει εκείνη να τον ακολουθήσει αλλά και να τον κοιτάζει στα μάτια με την καθαρότητα που επιτάσσουν οι κρίσιμες περιστάσεις.

 

Αυτό και μερικά ακόμη στοιχεία τακτοποιεί προς το φεμινιστικότερο η Μαρία Μαγδαληνή. Τα δαιμόνια και η πορνεία δεν υφίστανται στη συγκεκριμένη εκδοχή.

 

Η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν μπέρδεψε ποτέ τα ονόματα, κατακεραυνώνοντας, αλίμονο, το κείμενο του Πάπα Γρηγορίου και επιμένοντας πως η Μαγδαληνή ουδέποτε υπήρξε ιερόδουλος

Η οικογένεια της Μαρίας, που θέλει να την παντρέψει με το ζόρι, επιμένει πω κάτι δεν πάει καλά με την (γεροντο)κόρη, που στα 20 κάτι της ντροπιάζει τον πατέρα και τον αδελφό της.

 

Η καλύτερη σκηνή του έργου είναι ο με το ζόρι εξορκισμός που υφίσταται η Μαγδαληνή, ένας άγαρμπος εξαγνισμός και ψυχικός βιασμός στα ίδια ύδατα που λίγο αργότερα θα γίνουν τόπος βάφτισης των νέων πιστών από τον Ιησού και τους μαθητές του, στο στυλ του Ιωάννη του Βαπτιστή, αλλά με τη χαρά και την ανοιχτοσύνη μιας καινούργιας αρχής.

 

Περίπου το πρώτο μισό της ταινίας, αρκούντως ταπεινό και σβησμένο σε χρώματα, ανιχνεύει το αδιέξοδο της πρωταγωνίστριας και παρακολουθεί την αναζήτηση της πνευματικής της ταυτότητας.

 

Η αυταπάρνηση της Ρούνι Μάρα με αυτό το άδηλο, ανοιχτό πρόσωπό της υπονοεί πως θα έφτανε στην αυτοκαταστροφή για να μην υποχρεωθεί να συμβιβαστεί, αν δεν βρισκόταν στον δρόμο της ο εμπνευστής που κατάλαβε τι ακριβώς την βασάνιζε.

 

Από κει και πέρα, οι τελευταίες ημέρες του Ιησού δεν ξεφεύγουν από το γράμμα και το πνεύμα όσων έχουμε μάθει και αναγκαστικά τοποθετούν την πρωταγωνίστρια σε δεύτερο ρόλο παρατηρητή και κοινωνού.

 

Εφόσον η επιλογή του Χοακίν Φίνιξ δεν αποφέρει τίποτε παραπάνω από μια παραλλαγή γνωστών μοτίβων στην παλέτα του Χοακίν Φίνιξ, το έξυπνο κάστινγκ φέρνει τον Ταχάρ Ραχίμ στον ρόλο του Ιούδα και τον Τσιουετέλ Ετζιοφόρ ως Πέτρο, για να ταιριάξουν σωστότερα τα χρώματα του δέρματος με την ορθή πολιτική λογική των καιρών μας ‒ και γιατί όχι! Ο Γκαρθ και οι σεναριογράφοι γνωρίζουν πως αν ανατρέψουν τα πάντα το ρίσκο είναι μεγάλο.

 

Οι δημιουργοί στέλνουν σήμα για τον τόνο μιας κοινωνίας που αλλάζει, έμμεσα σχολιάζοντας μια πίστη δυσκίνητη και σε πολλά σημεία αντιδραστική

Κρατώντας το κύριο κομμάτι της πίστης ανέπαφο, με τον Χριστό προβληματισμένο και υπεύθυνο, θαυματοποιό και παρθένο, προσελκύουν σχετικά άφοβα και τους χριστιανούς, αφού δεν προκαλούν τους εκκλησιαστικούς φορείς που συνηθίζουν να δίνουν αρνητικές «ταξιδιωτικές οδηγίες» όταν κατά την κρίση τους παίρνει προβάδισμα η βλασφημία και απλώς ανέχονται τα ηπιότερα υπόλοιπα, γιατί την ευλογία τους δεν τη δίνουν ποτέ, με εξαίρεση το σπλάτερ του Γκίμπσον και κάτι χριστιανοκεντρικά προπαγανδιστικά αναμασήματα της σειράς.

 

Ταυτόχρονα, οι δημιουργοί στέλνουν σήμα για τον τόνο μιας κοινωνίας που αλλάζει, έμμεσα σχολιάζοντας μια πίστη δυσκίνητη και σε πολλά σημεία αντιδραστική, αν ακόμη κατεβάζει οποιονδήποτε δεν είναι άνδρας λευκός, αν και από τη Μέση Ανατολή στα επίπεδα του παρεξηγημένου κομπάρσου, και οποιονδήποτε σκέπτεται ή έχει διαφορετική άποψη, πάνω σε κείμενα που συνέγραψαν άνθρωποι πριν από χιλιάδες χρόνια, στα τρίσβαθα του κατάπτυστου αιρετικού, όπως φανερώνουν πρόσφατες εμετικές και κολάσιμες αντιδράσεις για το παμπάλαιο και ειλικρινά ανώδυνο μετα-χίπικο Jesus Christ Superstar από εγχώριους, πλανεμένους, επικίνδυνους ταγούς.