Όπως η Γκλόρια αντιγύρισε με κρότο τις προσδοκίες των άλλων για εκείνη, έτσι και η Μαρίνα, στην ταινία του ανερχόμενου Χιλιανού Σεμπαστιάν Λέλιο, σε παραγωγή Πάμπλο Λαραΐν και Μάρεν Άντε, αντιστέκεται σθεναρά στη βίαιη αντίδραση των αρχών και της οικογένειας του συντρόφου της που πέθανε ξαφνικά, στα χέρια της. Το πρόβλημα είναι σαφές: η Μαρίνα είναι τρανσέξουαλ, συνεπώς οι Αρχές υποψιάζονται τον κόσμο από τον οποίο προέρχεται και την κοινωνική περιοχή στην οποία πιθανώς κινείται, ενώ η πρώην σύζυγος και ο ενήλικος γιος του συντρόφου της αμφισβητούν ανοιχτά τις προθέσεις της, προβάλλοντας την ντροπή και την άρνησή τους σε ένα πλάσμα υποδεέστερο και μιαρό γι' αυτούς. Κι ενώ στην Γκλόρια ο Λέλιο προχώρησε με έναν συγκινησιακό, πιο συνετό νατουραλισμό, στη Φανταστική Γυναίκα επιστρατεύει τις τεχνικές του ψυχολογικού θρίλερ, πασπαλίζοντας την πλοκή, ειδικά στο δεύτερο μέρος, με σκηνές φαντασιακού λυρισμού, όχι πάντα στενά δεμένες με την πλοκή ή λειτουργικές. Το πιο ενδιαφέρον εύρημα της ταινίας, που βραβεύτηκε στο Φεστιβάλ Βερολίνου, είναι η οπτική της γωνία. Η Μαρίνα είναι η γραφή και ο φακός, το σενάριο και η κάμερα, και με τον τρόπο που εξελίσσεται στο στόρι αποκαλύπτει σταδιακά την ανθρώπινη διάστασή της, απαντώντας στην κυνική αστυνομικό που την επιβλέπει και την εξετάζει αλλά και στους υπόλοιπους που με μοχθηρία την απορρίπτουν ως ένα αταξινόμητο αξιοπερίεργο, αποδεικνύοντας πως διαθέτει προσωπικότητα ικανή να συνέλθει, να πενθήσει και να αντεπεξέλθει, περισσότερο ως εκδοχή της αυτόνομης Στρέλλας και όχι ως μια ετερόφωτη παραλλαγή της Ντιλ από το Παιχνίδι των Λυγμών.