Το στίγμα του «δεξιού» σκηνοθέτη στο Χόλιγουντ ξεκίνησε μετά την πτώση του μακαρθισμού, την προδοσία του Καζάν και τον εξοστρακισμό των 10 προγραφέντων και πολλών άλλων συγγενών της αριστεράς και χαλυβδώθηκε μετά το Βιετνάμ και τα '60s σε μια βιομηχανία που είχε μεν το κέρδος στον νου της, αλλά ακολούθησε την ευρωπαϊκή γραμμή, αν και την προσάρμοσε προς το πιο φιλελεύθερο πνεύμα των liberals, και σίγουρα προς έναν πιο γενικευμένο ουμανισμό. Περισσότερο και από τον Κλιντ Ίστγουντ, που τη γλίτωσε με τις ευαισθησίες, το ταλέντο και τον σκεπτικισμό του (ακόμη και στον Τραμπ γύρισε την πλάτη), αυτός που πλήρωσε τη νύφη, και δεν σταματά να το διατυμπανίζει, είναι ο Τζον Μίλιους, ο δημιουργός του Κόναν και της εξωφρενικά αντιδραστικής Κόκκινης Αυγής, υπεύθυνος για όλες τις αξέχαστες ατάκες από το σενάριό του για το Αποκάλυψη Τώρα − δικό του ήταν το πρότζεκτ πριν περάσει στα χέρια του Τζορτζ Λούκας και τελικά του Φράνσις Φορντ Κόπολα. Ορκισμένος surfer μέχρι τα 50 του χρόνια, δηλωμένος μιλιταριστής, το αντίστοιχο του Τσάρλτον Χέστον σε σκηνοθέτη, πολέμιος του κράτους και της κυβέρνησης, και ζεν αναρχικός, πολύ μακριά από την κοινώς αποδεκτή ιδέα που έχει ο κόσμος για τον μέσο συντηρητικό, ο Μίλιους θεωρεί πως το Χόλιγουντ συνέταξε μια μαύρη λίστα για τους μη αριστερούς και τον σαμποτάρισε για τις πολιτικές του απόψεις, αν και όλοι οι ατζέντηδες και παραγωγοί το αρνούνται. Ανήκει σε μια μικρή ομάδα δημιουργών που αναπολούν τους μεγάλους Αμερικανούς αλλοτινών καιρών, όπως ο Τζον Φορντ, οι οποίοι είχαν την ευκαιρία να ανοίξουν την κάμερα σε μεγάλες εκτάσεις και κυρίως μεγάλες ιδέες, να μιλήσουν για μια σπουδαία πατρίδα που σταδιακά εξαφανίζεται από τον χάρτη.

 

Ο Αμερικανός ηθοποιός και σκηνοθέτης του Hancock, του Deepwater Horizon και του Lone Survivor σίγουρα γνωρίζει πώς να αφηγηθεί και να πατήσει τα σωστά κουμπιά σε μια προφανή αποδοκιμασία της τρομοκρατίας, χωρίς να χρειαστεί να καταφύγει σε περιττές γενικεύσεις κατά των «εχθρών», πέρα των δύο ενόχων

 

Πέρα από τις μεμονωμένες περιπτώσεις, όπως αυτή του φανατικού Χριστιανού Μελ Γκίμπσον και του απολιτίκ και κινηματογραφικά αμοράλ Ρίντλεϊ Σκοτ (το Black Hawk Down λογίζεται ως ένα από τα πιο φιλοστρατιωτικά φιλμ των τελευταίων δεκαετιών), ο Πίτερ Μπεργκ είναι ο συνεχιστής της έννοιας της βαθιά συντηρητικής ταινίας, στην οποία ο πολίτης καλείται να αντιδράσει στην έξωθεν απειλή, να βγάλει τον ήρωα από μέσα του, να δείξει στον κόσμο ποια είναι η σωστή Αμερική. To Patriots Day είναι η κορόνα στο σκληρό κεφάλι του, η καταγραφή των θετικών αντανακλαστικών της κοινωνίας της Βοστόνης αμέσως μετά τη βομβιστική επίθεση στον Μαραθώνιο του 2013. Με τα γεγονότα περίπου στη θέση τους (μοναδική εξαίρεση ο επινοημένος χαρακτήρας του αστυνομικού, που τον υποδύεται ο Μαρκ Γούολμπεργκ στην τρίτη του συνεργασία με τον Μπεργκ), ο Αμερικανός ηθοποιός και σκηνοθέτης του Hancock, του Deepwater Horizon και του Lone Survivor σίγουρα γνωρίζει πώς να αφηγηθεί και να πατήσει τα σωστά κουμπιά σε μια προφανή αποδοκιμασία της τρομοκρατίας, χωρίς να χρειαστεί να καταφύγει σε περιττές γενικεύσεις κατά των «εχθρών», πέρα των δύο ενόχων. Η ιστορία και η έκβασή της είναι γνωστή, συνεπώς αυτό που απομένει είναι η υπενθύμιση στους πολίτες-θεατές πως η αστυνόμοι δεν είναι πάντα οι κακοί της υπόθεσης και πως η αληθινή ψυχή μιας πόλης ανταποκρίνεται μετά το πρώτο μούδιασμα, ακόμη και αν πρέπει να ειδοποιήσει τις Αρχές για ύποπτες κινήσεις και να υπακούσει εντολές για να εντοπιστούν οι δράστες. Ο Μίλιους είχε καλλιτεχνικό έρεισμα, τρέλα και ένταση ακόμη και στις καθαρά αντιδραστικές ταινίες του. Ο Μπεργκ κάνει σινεμά που βγάζει ασπροπρόσωπους τους ρεπουμπλικανούς. Ωστόσο, είναι ένας τεχνίτης και τίποτε παραπάνω.