Ένα από τα μεγαλύτερα ατοπήματα σκηνοθετών που καταφεύγουν στην αλληγορία ώστε να δώσουν μεγαλύτερο κύρος στο έργο τους είναι να πορεύονται αποκλειστικά με αυτήν, αγνοώντας πλήρως αν τα όσα μας δείχνουν βγάζουν κυριολεκτικά κάποιο νόημα. Ειδικά όταν δεν έχουν επιλέξει από την αρχή μια ελεύθερη αφηγηματική φόρμα, ώστε να φτιάξουν π.χ. κάτι σουρεαλιστικό, αλλά κάτι ξεκάθαρα γραμμικό, πλημμυρισμένο από πλάνα και ήχους που τονίζουν τη σοβαρότητά του και την εντύπωση πως τώρα βλέπεις κάτι πολύ σημαντικότερο από αυτό που νομίζεις. Το Colossal του Νάτσο Βιγκαλόντο (που τον πρωτογνωρίσαμε πριν από χρόνια με το πραγματικά ευφυές Εγκλήματα στον Χρόνο) πάσχει από αυτόν το μεγαλοϊδεατισμό στη μεγαλύτερη διάρκειά του, όχι λόγω της εξωφρενικής ιστορίας του αλλά για την ενοχλητική κίνηση να μην κάνει καθόλου τον κόπο να την δικαιολογήσει. Μια αλκοολική κοπέλα επιστρέφει στη μικρή της πόλη και οδηγείται καθημερινά προς την καταστροφή με τη βοήθεια παλιού της συμμαθητή, μέχρι τη στιγμή που συνειδητοποιεί πως οι κινήσεις της σε συγκεκριμένο χώρο έχουν επιφέρει τη δημιουργία ενός γιγαντιαίου τέρατος στη Σεούλ. Ναι, ο Βιγκαλόντο, με αυτό το απίθανο εύρημα και με τον τρόπο που το συνεχίζει, μπλέκει την kaiju μυθολογία και σχολιάζει τον αλκοολισμό, την παθογένεια των μικρών κοινωνιών, τα ανεκπλήρωτα όνειρα των επαρχιωτών και το πώς βλέπουν τον υπόλοιπο κόσμο. Μπορείς να πεις πολλά για τις προεκτάσεις της ιδέας, όμως από καθαρά δικές σου σκέψεις, χωρίς καμία καθοδήγηση από την ταινία, που περισσότερο επιτίθεται στον θεατή, δημιουργώντας του συνεχώς την υποψία πως δεν έχει καταλάβει τίποτε από αυτό που βλέπει. Στην πραγματικότητα, όμως, βλέπει εξυπνακισμό και τίποτα παραπάνω.