Από την πρώτη στιγμή καταλαβαίνει κάποιος πως κάτι δεν πάει καλά στον απόμακρο πύργο που βρίσκεται στις ελβετικές Άλπεις κι έχει γίνει μια μικρή Γη της Επαγγελίας για πολλούς πλούσιους ανά τον πλανήτη. Το βλέμμα του οδηγού που μεταφέρει τον πρωταγωνιστή Ντέιν ντε Χάαν στο μέρος αλλά και οι πρώτες συναντήσεις που έχει εκεί «φωνάζουν» για κάποιο επικίνδυνο μυστικό. Χωρίς να παρεκκλίνει ποτέ από αυτό, αλλά επιβραδύνοντας υπερβολικά την αποκάλυψή του, ο Γκορ Βερμπίνσκι μοιάζει να το διασκεδάζει και παραδίδει μια ταινία σχεδόν 2,5 ωρών χωρίς κάποιον ουσιαστικό λόγο, με υλικό που θα του έφτανε το πολύ για 80-90 λεπτά.

 

Σε αυτό το διάστημα υπογραμμίζει την αντιπαράθεση των υψηλής αισθητικής, αρμονικών υπηρεσιών που προσφέρει το μέρος με την κλινική, άχρωμη και άκομψη εικόνα του, δηλαδή ένα σύνολο κατασκευών, φτιαγμένων μάλλον σε μια άλλη εποχή, με σκοπό να είναι αποτελεσματικές και όχι όμορφες. Γλυκοκοιτάζοντας περιπτώσεις σαν το Shutter Island του Σκορσέζε, αν και η πλοκή εδώ κινείται σε διαφορετικά μονοπάτια, η ταινία παίζει πολύ με το μυαλό και το παρελθόν του ήρωα, αφήνοντάς για ώρα υπόνοιες για το αν τελικά συμβαίνει κάτι κακό εκεί ή όλα είναι στο μυαλό του, οπότε μοιραία αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στην πραγματικότητα και στη φαντασία. Ακόμη κι έτσι όμως, δεν δικαιολογείται με τίποτα η διάρκεια – άλλωστε, κοιτώντας πιο πίσω στην ιστορία του σινεμά, παρόμοια φιλμ που φλερτάρουν με τον τρόμο, χωρίς να είναι απαραίτητα «τρομακτικά», διακρίνονταν συνήθως για την αφηγηματική τους οικονομία παρά από μια ανάγκη που υπάρχει εδώ για κάτι το ανώφελα μεγαλειώδες.