Παρασημοφορημένος και ακαταμάχητος, ο Τζακ Ρίτσερ έχει αποφασίσει αμετάκλητα να κρεμάσει το όπλο και το σήμα του, ώσπου η ταγματάρχης Σούζαν Τέρνερ, επικεφαλής της ομάδας που διοικούσε παλιά ο Ρίτσερ, συλλαμβάνεται για προδοσία, λίγες ημέρες πριν συναντηθεί μαζί του – παίζει ειδύλλιο από τηλεφώνου. Το καθήκον τον καλεί κι έτσι ο λακωνικός στρατιώτης δεν μπορεί να παρακούσει τη συνείδησή του και δεν θα σταματήσει μέχρι να εντοπίσει τον υπαίτιο της πλεκτάνης.

 

Ο Κρίστοφερ Μακουάρι, που σκηνοθέτησε και έγραψε το πρώτο κινηματογραφικό επεισόδιο της μεταφοράς των διηγημάτων, αποσύρθηκε διακριτικά στην παραγωγή (δεν εξαφανίστηκε εντελώς, καθώς είναι ο εκ δεξιών του Κρουζ τα τελευταία χρόνια) και ο έμπειρος Εντ Ζούιγκ, που ανέλαβε τη σκηνοθεσία, ισορροπεί πιο σωστά την αφήγηση ανάμεσα στις σκηνές δράσεις, την παρεμβολή ενός υπόκωφου love story και την παρουσία ενός νέου κοριτσιού που μπορεί να είναι η κόρη του Ρίτσερ από μια παλιά του γνωριμία. Κι ενώ το Ποτέ μη γυρίζεις πίσω ρέει ανετότερα, η υπόθεση είναι εντελώς παρωχημένη, στεγνή και ξερή σαν τον Ρίτσερ, δίχως γούστο ή στυλ, ξεπερασμένη από την εποχή της, αναμασημένη στον σχολιασμό του διεφθαρμένου μιλιταρισμού, έναντι του ορθού – μιλιταρισμού πάντα. Ο Τομ Κρουζ γυρίζει στα παλιά, και με τις επικείμενες Επικίνδυνες Αποστολές υποτιμά τις δυνατότητες του, ή τις υποσχέσεις αν θέλετε, που άφησε με τις εκδρομές του σε άλλα είδη, από το Magnolia μέχρι την Τροπική Καταιγίδα.