Ο Κεν Λόουτς, κατά την προσφιλή του συνήθεια, κραδαίνει το κλισέ της μιζέριας για να ανακυκλώσει τη θεματολογία της καταπιεσμένης εργατικής τάξης, αυτήν τη φορά στο πρόσωπο ενός 59χρονου εργάτη που υποφέρει από την καρδιά του και ζητά, για πρώτη φορά, τη βοήθεια των Κοινωνικών Υπηρεσιών, για να προσκρούσει στο τέρας της γραφειοκρατίας και να γίνει μπαλάκι ανάμεσα σε τεχνοκράτες με αυτοματοποιημένες λύσεις που ελάχιστα βοηθούν τον άνθρωπο ή λύνουν το πρόβλημα. Με νεορεαλιστική καθαρότητα, την εναλλαγή οργής και τρυφερότητας, το γνωστό του χιούμορ και καμία νέα πρόταση, ο Λόουτς μπορεί ακόμη να κερδίζει Χρυσό Φοίνικα, με ένα έργο που άλλοτε θα στόχευε ευθέως στο γκρέμισμα του κατεστημένου, ενώ τώρα χρησιμεύει ως μελαγχολική υπενθύμιση της απουσίας του ουσιαστικού κράτους-πρόνοιας σε βολεμένους που θέλουν να ζεστάνουν την κουρασμένη καρδιά και τη λερωμένη τους συνείδηση.