Πριν από την έλευση του κινηματογράφου, της τηλεόρασης και της οπτικής πλέον καταγραφής, αφήγησης και διαιώνισης ιστοριών, υπήρχε ο γραπτός και ακόμη πιο πριν ο προφορικός λόγος, που ήταν για αιώνες ο βασικότερος τρόπος αφήγησης μεγάλων ιστοριών και γεγονότων. Ο τρόπος που αυτές μεταφέρονταν από γενιά σε γενιά μπορεί να άλλαζε ανάλογα με τα πιστεύω της κάθε εποχής, όμως υπήρξαν πολιτισμοί που ναι μεν μετέτρεψαν την πραγματικότητα σε μύθο, αλλά οι μύθοι έγιναν διδακτικές παραβολές, διατηρώντας ζωντανές τις βάσεις τους.

 

Όσο πιο βαθιά ψάχνει ο Κούμπο, τόσο αυτή η αναζήτηση μετατρέπεται σε έναν συνεχή εφιάλτη που διατηρεί μια αξιοθαύμαστη ισορροπία ανάμεσα στο χιούμορ και στον τρόμο.

 

Παρά την εδώ και χρόνια προφανή δυτικοποίηση της Άπω Ανατολής, οι ιστορίες που έρχονται από τα βάθη των αιώνων και αφορούν τις χώρες της διατηρούν μια μοναδικότητα κι εξακολουθούν να επηρεάζουν την κουλτούρα των κατοίκων, ακόμη και αν δεν μεταφέρονται πλέον προφορικά. Ειδικότερα οι ιστορίες που αφορούν παιδιά (και λέγονταν κυρίως σε παιδιά) τολμούσαν να ξεφύγουν από τα ασφαλή όρια των σημερινών δυτικών παιδικών ιστοριών, βάζοντας μικρούς ήρωες να αναμετρηθούν με τους δαίμονές τους, ανακαλύπτοντας έτσι τον εαυτό τους και φτιάχνοντας χαρακτήρα. Έτσι προέκυψε μια ολόκληρη βιομηχανία ιστοριών που κατά καιρούς δανείστηκε κάπως άκομψα η Δύση, μέχρι που ήρθε η Laika, η εταιρεία παραγωγής του Coraline και του περσινού Boxtrolls, που ως τώρα είχε πλάι της κολλημένο τον χαρακτηρισμό ανερχόμενη, αλλά με αυτή την ταινία δεν κοιτάζει απλώς στα μάτια την Pixar αλλά δείχνει να την ξεπερνά.

 

Με βασικό ήρωα τον Κούμπο, ένα μονόφθαλμο παιδί που ζει με την κυριευμένη από εφιάλτες μητέρα του σε μια σπηλιά και διηγείται την ιστορία του έχοντας μαζί μια σειρά από μαγικά οριγκάμι που τη ζωντανεύουν για λίγο, η ταινία της Laika σκαλίζει βαθιά το παρελθόν, εκεί όπου θεωρεί πως βρίσκεται ό,τι μας συνθέτει σήμερα. Και όσο πιο βαθιά ψάχνει ο Κούμπο, τόσο αυτή η αναζήτηση μετατρέπεται σε έναν συνεχή εφιάλτη που διατηρεί μια αξιοθαύμαστη ισορροπία ανάμεσα στο χιούμορ και στον τρόμο. Αντί να παρεμβάλλονται κωμικές σλάπστικ σκηνές που θα έκοβαν τον ρυθμό, αλλά θα ικανοποιούσαν τα μικρότερα παιδιά, υπάρχουν στιγμές δράσης που και διασκεδαστικές είναι, παρά το «σκοτεινό» τους αντικείμενο, αλλά και απαραίτητες στη συνολική αφήγηση. Δεν χρειάζονται άλλωστε τέτοια διαλείμματα, αφού το αρκετά εκλεπτυσμένο λεκτικό χιούμορ που πηγάζει από τη σχέση του Κούμπο με τους δύο συνοδοιπόρους στο ταξίδι του, μια μαϊμού κι έναν πρώην πολεμιστή που έχει μεταμορφωθεί σε σκαθάρι, δουλεύει άψογα. Οι αναζητήσεις των τριών μάς φέρνουν μπροστά σε μια ακολουθία σκηνών οπτικού μεγαλείου, δείγμα και της τεχνικής εξέλιξης της εταιρείας, που απογειώνουν το εγχείρημα και οδηγούν σε μια συγκινητική εξέλιξη, σε έναν ύμνο στις ρίζες και στις καταβολές καθενός και στον ρόλο που αυτές παίζουν όσον αφορά τη διαφορετικότητα κάθε ανθρώπου ή κάθε περιοχής σε σχέση με τον υπόλοιπο κόσμο.