Σχεδόν προσβλητικό και προς τους δυο λαούς που υποτίθεται πως σατιρίζει, αυτό το εγχείρημα συλλογής όλων των επιφανειακών περιγραφών που ακούμε τα τελευταία χρόνια για τους ανθρώπους από την Ελλάδα και τη Γερμανία, βουλιάζει από νωρίς στην προσπάθεια του να γεφυρώσει το χάσμα που υπάρχει στην κοσμοθεωρία των κατοίκων των δύο χωρών. Όλα συμβαίνουν σε ένα νησί, που δεν φαίνεται να υπάρχουν άλλοι πέρα από τους περίπου 15-20 ανθρώπους που εμφανίζονται στην ταινία, στο οποίο καταφθάνει Γερμανός υπάλληλος τράπεζας για να ελέγξει αν οι χρηματοδοτήσεις των εργοδοτών του έγιναν όντως αναπτυξιακά έργα. Είναι μάλιστα υπό πίεση λόγω μιας σεναριακής υπερβολής που δύσκολα στέκει, καθώς αν δε διαπιστωθούν ατασθαλίες η τράπεζα θα καταρρεύσει οριστικά ενώ στην αντίθετη περίπτωση θα πάρει στην κατοχή της μια παραλία από την εκμετάλλευση της οποίας θα διασωθεί.
Τέτοιες υπερβολές πιθανά και να συγχωρούνταν αν υπήρχε ειλικρινής διάθεση σάτιρας. Αντίθετα τα στερεότυπα δίνουν και παίρνουν. Ο Γερμανός επισκέπτης είναι τυπικός, απρόσιτος, χωρίς φίλους και ερωτευμένος μόνο με τη δουλειά του και βρίσκεται απέναντι σε ένα γκρουπ ερασιτεχνών απατεώνων (μεταξύ των οποίων και ο δήμαρχος) που του γνωρίζουν την ανθρώπινη επαφή, το αλκοόλ, τον έρωτα και την ραστώνη του ελληνικού καλοκαιριού, στοιχεία που με μεγάλη ευκολία θα φέρουν τον εχθρικό ελεγκτή στη μεριά μας, έτοιμο να ζήσει τον μύθο του. Τίποτα δεν παρουσιάζεται ως φάρσα, όλοι αυτοί οι βασικοί χαρακτήρες υποδεικνύονται ως τυπικά δείγματα ανθρώπων της χώρας τους, η ένωση τους δεν προκύπτει από πουθενά και η λογική στην ταινία πηγαίνει περίπατο.