Άρρηκτα συνδεδεμένο με το Dazed and Confused που έκανε το 1993, το καινούριο φιλμ του Ρίτσαρντ Λίνκλεϊτερ προσπαθεί να πιάσει ξανά τον σφυγμό μιας ομάδας νέων, που βλέπει μπροστά της να έρχεται μια καινούρια, υποσχόμενη ζωή. Αυτή την φορά δεν είναι η τελευταία μέρα το σχολείου, αλλά το πρώτο σαββατοκύριακο πριν το ξεκίνημα το κολλεγίου. Αλλάζει επίσης και η εποχή καθώς από τα μέσα 70s πηγαίνουμε στις αρχές της δεκαετίας του 80, σε μια εποχή δηλαδή όπου η φοιτητική ζωή έγινε βασικό θέμα στις αμερικανικές κωμωδίες που δημιούργησαν συγκεκριμένα μοντέλα ηρώων τα οποία έμειναν ως σήμερα. Ο Λίνκλεϊτερ πάντως δείχνει να αποστασιοποιείται αρκετά.


Οι ήρωες της ταινίας είναι αθλητές του μπέιζμπολ που βρέθηκαν στο κολλέγιο λόγω των αθλητικών τους ικανοτήτων και ζουν μαζί σε σπίτι ιδανικό για πάρτι, χωρίς να ελέγχονται αυστηρά για το τί κάνουν μέσα σε αυτό. Σε άλλη περίπτωση θα ήταν οι ιδανικοί κάφροι, οι περιπέτειές τους θα ξεπερνούσαν τα όρια της λογικής, όμως εδώ αν και υπάρχουν πολλές ξέφρενες καταστάσεις, το βασικότερο θέμα είναι η μελέτη αυτών των νέων που βρίσκονται ξαφνικά υπό αυτό το καθεστώς ελευθερίας. Είναι ωραίοι και αναμενόμενα αρεστοί από τις γυναίκες, βρίσκονται κάθε βράδυ και σε ένα διαφορετικό πάρτι και ζουν μια πραγματικότητα που τους προκαλεί ενθουσιασμό αλλά και σε στιγμές προβληματισμό. Όπως και στο Dazed and Confused, δεν είναι ακριβώς τα καλύτερα παιδιά, αλλά ο σκηνοθέτης ψάχνει να βρει το καλό και το άξιο μέσα τους χρησιμοποιώντας πολύ τον διάλογο, με ορισμένους να μιλούν πολύ καλύτερα σε σχέση με αυτό που θα περίμενε κάποιος για το στερεότυπο του αθλητή. Τα μεταξύ τους λόγια για τη ζωή που έρχεται, η περιέργεια του πρωταγωνιστή να γνωρίσει μια «έξυπνη» κοπέλα και να νοιώσει πως βρίσκεται σε κάτι ανώτερο, αλλά και η διάθεση του να ισορροπεί ανάμεσα στην ανεμελιά και την σοβαρότητα, δίνουν μια δόση ευαισθησίας σε αυτό το ξόδεμα αλκοόλ και χρόνου που συμβαίνει την περισσότερη ώρα, κάνοντας την ταινία μια καλοδεχούμενη προσέγγιση σε αυτό το, ταλαιπωρημένο πλέον, είδος.