Ο αυθεντικός τίτλος της ταινίας στα ισπανικά είναι «100 Χρόνια Συγχώρεσης» και βασίζεται σε μια τοπική φράση, σύμφωνα με την οποία όποιος κλέβει από κλέφτη είναι συγχωρεμένος για 100 χρόνια, κάτι που υποδηλώνει και το στίγμα του φιλμ. Η ιστορία φέρνει πολύ στο προ οκταετίας βρετανικό Μεγάλο Κόλπο, το οποίο αφηγήθηκε, ίσως λίγο πιο λακωνικά, μια ληστεία τράπεζας, και από ένα σημείο κι έπειτα τα λεφτά δεν ήταν τόσο σημαντικό λάφυρο σε σχέση με τις πληροφορίες που κρύβονταν στις θυρίδες. Εδώ όλα γίνονται μέσα σε μια μέρα, μουντή και βροχερή, με τους ληστές να ορμούν απόλυτα οργανωμένοι και τον αρχηγό τους να κάνει συνεχή κηρύγματα για το αδηφάγο τραπεζικό σύστημα, προσπαθώντας να πάρει με το μέρος του τους ομήρους και να τους πείσει πως σίγουρα δεν κλέβει αυτούς.

 

Θα συμβούν πολλές ανατροπές ως το τέλος, με τον Καλπαρσόρο να φιλμάρει συχνά την ανθρώπινη πλευρά των ληστών, παίρνοντας απόσταση από την προφανή ενοχή τους και παρουσιάζοντάς τους ως πιόνια σε ένα ταμπλό όπου δύσκολα θα συναντήσεις κάποιον αθώο – άρα, αυτομάτως, δεν μπορείς να κατηγορήσεις κάποιον ως «ένοχο». Οι ληστές, οι όμηροι, οι αστυνομικοί, η διευθύντρια της τράπεζας και οι εμπλεκόμενοι της κυβέρνησης δρουν ως σύνολα που βρίσκονται στην ίδια μεριά – έχοντας ανακαλύψει τη μαγική πηγή που χαρίζει ευμάρεια, παλεύουν για να αρπάξουν το μερίδιό τους.