Από την καθαρή, pulp ψυχαγωγία για τον λαό, με τον πλαταρά πρώην Ολυμπιονίκη Τζόνι Βαϊσμίλερ, ο θρυλικός Ταρζάν πέρασε στη γελοιοποίηση διά χειρός Τζον Ντέρεκ και σώματος Μπο Ντέρεκ, σε μια ακατανόμαστα αφελή ταινία του 1981, σε μια σοβαρή, αλλά σοβαρά ανούσια επανεκκίνηση του 1984 που θα μείνει στην ιστορία όχι για τις επιδόσεις του Κριστόφ Λαμπέρ, αλλά γιατί απέσπασε υποψηφιότητα στο σενάριο ο Ρόμπερτ Τάουνι, δηλώνοντας επισήμως στην Ακαδημία το όνομα του σκύλου του, P.H. Vasak, από την τσαντίλα του που δεν τον άφησαν να σκηνοθετήσει, κι έπειτα στο βαρετό κινούμενο σχέδιο της Disney, που με τη σειρά του χάρισε το μοναδικό Όσκαρ σε ταινία Ταρζάν, για το επίσης βαρετό κομμάτι του Φιλ Κόλινς, και τώρα σε μια απόπειρα αφύπνισης των κοινωνικών παραμέτρων γύρω από την κλασική ιστορία του παιδιού που χάνει τους γονείς του και μεγαλώνει από τους γορίλες στη ζούγκλα, ώσπου επιστρέφει στο «φυσικό» του περιβάλλον, στην αριστοκρατία της Αγγλίας, ως λόρδος Γκρέιστοουκ, μαζί με την αγαπημένη του Τζέιν την Αμερικάνα.

 

Ο Αλεξάντερ Σκάρσγκαρντ, αρκούντως γυμνασμένος και αβίαστα μελαγχολικός, απέχει έτη φωτός από το ανέφελο, ειλικρινώς αμέριμνο βλέμμα του Βαϊσμίλερ, ενώ η Μάργκοτ Ρόμπι αναλαμβάνει ρόλο, κάνοντας την Τζέιν ενεργητική και έξυπνη, στον αντίποδα της γυναίκας-κατάκτησης που ξεροκαταπίνει μπροστά στα μούσκουλα του αφέντη της, όταν δεν λιποθυμάει. Ο πραγματικός κινητήρας της ταινίας που σκηνοθέτησε ο δημιουργός των τεσσάρων τελευταίων Χάρι Πότερ, Ντέιβιντ Γιέιτς, είναι ο ρεαλιστικός πόλεμος συμφερόντων στο περιθώριο της φανταστικής περιπέτειας του Ταρζάν – το περιπεπλεγμένο πολιτικό τοπίο που τυλίγει το οργιώδες περιβάλλον όπου ο ήρωας αισθάνεται σαν στο σπίτι του και αποκτά την ανθρωπιά του. Ό,τι και να γίνει ωστόσο, η μοναδική συγκίνηση που πηγάζει από τη σύλληψη και την κεντρική ιδέα του Ταρζάν ήταν και θα παραμείνει ο ευσεβής πόθος της σύγκλισης του ανθρώπου με τα ζώα, ο σεβασμός και η αγάπη που έρχεται από τον θεωρητικό εχθρό, το κέρδος της συνύπαρξης και η ανάγκη κατανόησης ενός κόσμου με διαφορετικό νόμισμα, η αντιστροφή των ρόλων και σε ποιον βαθμό, το ουτοπικό concept πως ίσως και να μπορούσαμε να επικοινωνήσουμε εγκάρδια, ξεπερνώντας τις διαφορές – η καρδιά του κτήνους, εν ολίγοις.

 

Η προσθήκη δύο ιστορικά καταγεγραμμένων χαρακτήρων, του Τζορτζ Γουόσινγκτον Γουίλιαμς (Σάμιουελ Τζάκσον) που βοηθάει τον Ταρζάν και του Λέον Ρομ (Κριστόφ Βαλτζ, σε έναν γνώριμο, απειλητικό τόνο), του Βέλγου μισθοφόρου που τον παγιδεύει, γεφυρώνει τον ρεαλισμό που λέγαμε με μια πιο φρέσκια ανάγνωση του κουρασμένου μύθου. Ωστόσο, ο Ταρζάν δεν απέχει πολύ από τις σταθερές του και το δέλεαρ της σύγκρουσης του ψυχολογικά δισυπόστατου πρωταγωνιστή με το παρελθόν του (έχει σκοτώσει τον γιο ενός εκδικητικού φύλαρχου, τον οποίο υποδύεται ο Τζιμόν Χουνσού) δεν διασκεδάζει τη σκιά της αναγκαστικής επανάληψης – περιμένουμε πώς ο επόμενος Κινγκ Κονγκ θα επιχειρήσει ακριβώς το ίδιο στοίχημα, της ανανέωσης ενός κλασικού αφηγήματος. Με την πείρα που απέκτησε από τους Χάρι Πότερ, ο Ντέιβιντ Γιέιτς ενισχύει τη θέση του στο τιμόνι του βρετανικού παραρτήματος του Χόλιγουντ, δηλαδή της ενορχήστρωσης των πολλών και ικανών τεχνιτών που δουλεύουν χρόνια σε ταινίες μεγάλου προϋπολογισμού και καταφέρνουν άρτιες, ακαδημαϊκές εξτραβαγκάντζες για όλη την οικογένεια, στον αντίποδα του συμπατριώτη του, πιο ψυχρού, ευφάνταστου, θεματικά ριψοκίνδυνου και εγκεφαλικού Κρίστοφερ Νόλαν.