Οι ταινίες τρόμου έχουν εδώ και πολλά χρόνια κερδίσει το δικαίωμα να μεταφράζονται (και) για τις πολιτικές τους προεκτάσεις, χάρη στο πείσμα και στο ταλέντο δημιουργών που έβαλαν μέσα στις ταινίες τους ταξικές ανισότητες, κοινωνικές αδικίες και μια σκοτεινή πλευρά της σύγχρονης ζωής που παίζει τον ρόλο της απειλής. Αυτό το πέτυχαν, όμως, μέσω των εικόνων τους –γι' αυτό και η προσπάθειά τους εκτιμήθηκε δεόντως– και όχι εισάγοντας απλώς διαλόγους πολιτικής αναφοράς, αφού γνώριζαν πως αυτό δεν θα μετέτρεπε αυτομάτως τις ταινίες σε «πολιτικές» αλλά σε ανούσια σοβαροφανείς. Αυτό που είναι, δηλαδή, και το τρίτο μέρος της Κάθαρσης, ενός franchise που ευελπιστεί να γίνει για το horror ό,τι και Saw την περασμένη δεκαετία, βγάζοντας ένα φιλμ σχεδόν κάθε χρόνο. Το συγκεκριμένο συνδέει τη βραδιά της Κάθαρσης, ενός νόμου που επέβαλε μια μελλοντική κυβέρνηση των ΗΠΑ (που φωτογραφίζει τους Ρεπουμπλικάνους) και αφορά μια νύχτα κατά την οποία κανένα έγκλημα δεν τιμωρείται από τον νόμο, με μια επερχόμενη εκλογική αναμέτρηση, στην οποία νέα και άφθαρτη γερουσιαστής (δύσκολο να πει κανείς πως φωτογραφίζεται η Χίλαρι, που ούτε νέα, ούτε άφθαρτη είναι) υπόσχεται να καταργήσει αυτό το απάνθρωπο εύρημα που έχει για θύματα άτομα των ασθενέστερων τάξεων. Οπότε, βλέπουμε φορτωμένους με κλισέ διαλόγους να δίνουν μια γελοία πολιτική αύρα και δεκάδες ευρηματικούς και σχεδόν λάγνα κινηματογραφημένους φόνους, που μόνοι τους τουλάχιστον θα μπορούσαν να είναι υλικό ενός απενοχοποιημένου φιλμ που δεν κοροϊδεύει το κοινό όσον αφορά τους σκοπούς του.