Η ιστορία της Γκέρτρουντ Μπελ είναι άγνωστη στο πλατύ κοινό, καθώς η Ιστορία έμελλε να αποθεώσει τον εκκεντρικό Τ.Ε. Λόρενς και ταυτόχρονα να επισκιάσει την, επίσης πατρικία, Βρετανή σύγχρονή του, η οποία γοητεύτηκε από τον εξωτισμό των αραβικών χωρών και αφιέρωσε τη ζωή της στην κατανόηση και επίλυση πολλών πολιτικών προβλημάτων, ξεπερνώντας τον αρχικό ρομαντικό οριενταλισμό που τη διακατείχε. Αν και η Μπελ αρνιόταν πεισματικά την εμπλοκή της με τις βρετανικές Αρχές, στη συνέχεια συνεργάστηκε με τους δικούς της όρους και τιμήθηκε για τις υπηρεσίες της. Το θάρρος και το θράσος της να πάει εκεί όπου καμία γυναίκα, και μάλιστα χωρίς ισχυρή συνοδεία, δεν τολμούσε, αποδείχθηκε ιδιοφυές, καθώς η ξεχωριστή της παρουσία γοήτευσε τους φυλάρχους που την καλοδέχτηκαν και την άκουσαν σε μια άδολη, σχεδόν εθνολογικού περιεχομένου, φιλειρηνική διαμεσολάβηση. Οι μακρινοί τόποι και οι απρόσμενες προκλήσεις ήταν ανέκαθεν βούτυρο στο ψωμί του περιπετειώδους σκηνοθέτη Βέρνερ Χέρτσογκ. Ο Γερμανός ξέρει να προσαρμόζεται στο περιβάλλον και τα αντικείμενα του φακού του, από τον σκληρό Κλάους Κίνσκι μέχρι τις φονικές αρκούδες – πολλοί υποστηρίζουν πως ο Κίνσκι υπήρξε πιο απρόβλεπτος και επικίνδυνος και από τα άγρια θηρία. Λογικά, η Βασίλισσα της Ερήμου θα έπρεπε να ρισκάρει και να τολμήσει. Αντιθέτως, ποντάρει πολύ στον ρομαντικό χαρακτήρα της Μπελ και ξοδεύει το πρώτο μέρος σε ένα ελάχιστο πειστικό συνταίριασμα της Μπελ με τον πρώτο της έρωτα, που υποδύεται ο τελείως λάθος για τον ρόλο και εκτός τόπου και χρόνου, συνεχώς μορφάζων με γλυκερή συγκατάβαση, Τζέιμς Φράνκο. Οι αναφορές στον Λόρενς της Αραβίας δεν εξαντλούνται στον χαρακτήρα που υποδύεται με παιχνιδιάρικο χιούμορ ο Ρόμπερτ Πάτινσον αλλά ρέουν από την αρχή μέχρι τους τίτλους τέλους στους μουσικούς δανεισμούς από το αξέχαστο σάουντρακ του Μορίς Ζαρ για το έπος του Ντέιβιντ Λιν. Από τη μάχη της Ιστορίας με το δράμα κανείς δεν βγαίνει νικητής, εξαιτίας της χαλαρής δομής και του απαλού χειρισμού. Η έκπληξη είναι η Κίντμαν: για πρώτη φορά εδώ και πολλά χρόνια το πρόσωπό της κάθεται σωστά, βγαίνει πολύ όμορφη στην οθόνη και επαναφέρει τη μυθιστορηματική της γοητεία, από τις ελάχιστες στο σύγχρονο σινεμά που μπορεί να ταξιδέψει τον θεατή στον χρόνο, αλλά και τα προσωπικά της διλήμματα, χωρίς να φοβάται την αναμέτρηση με τους περίεργους auteurs – θυμηθείτε τον Λαρς φον Τρίερ.