Κανείς δεν γνωρίζει πώς θα εξελισσόταν η κινηματογραφική βιογραφία της Νίνα Σιμόν αν είχε παραμείνει η Mary J. Blige στον ομώνυμο ρόλο και δεν είχε αποχωρήσει για προσωπικούς (και αδιευκρίνιστους) λόγους. Το ανυπέρβλητο πρόβλημα της ταινίας που έγραψε και σκηνοθέτησε η Σίνθια Μορτ είναι η αντικαστάτρια, η Ζόι Σαλντάνα.

 

Όχι πως παίζει κακά ή τραγουδάει άσχημα, διότι τραγουδάει η ίδια και αποδεικνύεται πως έχει καλή φωνή. Αλλά, πολύ απλά, δεν είναι ποτέ η πραγματική Νίνα Σιμόν, δεν «καναλιζάρει» το πνεύμα και την ιδιαίτερη προσωπικότητά της και, πώς να το κάνουμε, δεν τραγουδάει ούτε στο ελάχιστο όπως τραγουδούσε η θρυλική soul balladeer και ακτιβίστρια.

 

Όσο κι αν μια κινηματογραφική βιογραφία προσεγγίζει την αληθινή ζωή χωρίς να χρειάζεται απαραίτητα να τη μιμηθεί και να την ξεπατικώσει στην παραμικρή λεπτομέρεια, η γραμμή της ιστορίας και της αληθοφάνειας οφείλει να τηρηθεί, αλλιώς το όχημα βυθίζεται.

 

Και όχι μόνο αυτό, αλλά η Σαλντάνα ανεβάζει συνεχώς στροφές, προσπαθώντας να πατσίσει την απλούστευση των πολλών προβλημάτων που υπέστη και δημιούργησε η ίδια η Σιμόν στον εαυτό της με μια μονότονη, απωθητική οργή.

 

Πώς να το κάνουμε, όσο κι αν μια κινηματογραφική βιογραφία προσεγγίζει την αληθινή ζωή χωρίς να χρειάζεται απαραίτητα να τη μιμηθεί και να την ξεπατικώσει στην παραμικρή λεπτομέρεια, η γραμμή της ιστορίας και της αληθοφάνειας οφείλει να τηρηθεί, αλλιώς το όχημα βυθίζεται.

 

Το Νίνα αποτελεί μια τέτοια περίπτωση ναυαγίου. Μια εναλλακτική, πιο πειραματική ερμηνεία του βίου και των κατορθωμάτων της ίσως να ήταν ιδανικότερη επιλογή σε σχέση με την ορθόδοξη ματιά σε μια γυναίκα που, ενώ τραγουδούσε και έπαιζε πιάνο σε μικρά venues, έβγαζε πάντα μεγάλο πόνο, πυκνά νοήματα κι ακόμη μεγαλύτερες αντιφάσεις, γι' αυτό και συζητιέται ακόμα.