Με αραιή φιλμογραφία ως σκηνοθέτης (μετά το ντεμπούτο με το ταπεινό και μπερδεμένο Kiss Kiss Bang Bang και το Iron Man 3, όπου απλώς τέντωσε τους μυς του), αλλά θρυλικό παρελθόν σεναριογράφου, κυρίως γιατί πρωταγωνίστησε, μαζί με τον συμπολεμιστή/ανταγωνιστή του, Τζο Έστερχαζ, στην ασύδοτη πλειοδοσία των στούντιο στα '80s για θέματα ανδρικά και θορυβώδη, τύπου Φονικό Όπλο, κερδίζοντας ως και 4 εκατομμύρια δολάρια ανά ταινία, ο Σέιν Μπλακ επιστρέφει στην παιδική του ηλικία, στα τέλη των '70s, με μια κωμωδία δράσης που σωρεύει ξυλοκόπημα και αστεϊσμούς, αλλά το κάνει με πνεύμα και γνώση, αποτελεσματικότητα και ελάχιστη μεταμοντέρνα ειρωνεία, εκλαμβάνοντας τους δύο πρωταγωνιστές, δυο ιδιωτικούς ντετέκτιβ με αρετές και αδυναμίες, ως ανθρώπους και όχι ως κατασκευάσματα που κλείνουν συνεχώς το μάτι στο είδος και την εποχή – όπως συνέβη με ρετροπλακατζήδικα αναμασήματα στο στυλ του Στάρσκι και Χατς. Ο ευτραφέστατος Ράσελ Κρόου και ο ασταθής Ράιαν Γκόσλινγκ, μαζί με τη θαρραλέα, 13χρονη κόρη του, συνεργάζονται, χωρίς να είναι φίλοι, για μια μπλεγμένη υπόθεση που ανακατεύει μια νεκρή πορνοστάρ, την ημίτυφλη γηραιά θεία της που πληρώνει όσο-όσο γιατί νομίζει (και δεν έχει τελείως άδικο) πως την έχει δει ζωντανή μετά τον θάνατο της, μια μονίμως κυνηγημένη κοπέλα ονόματι Αμέλια και τη διαπλεκόμενη μάνα της που είναι ανώτατη δικαστική λειτουργός (η Κιμ Μπέισιντζερ αγνώριστα όμορφη), και την πορνοβιομηχανία του Λος Άντζελες, στις αρχές του 1978, όταν τα ναρκωτικά, τα μυώδη αυτοκίνητα και οι Earth Wind and Fire (φτυστούς σωσίες των οποίων βλέπουμε σε ένα οργιώδες πάρτι) ορίζουν μια αμαρτωλή πόλη νεφοσκεπή από το καυσαέριο και παραδομένη στο άναρχο έγκλημα. Ο Μπλακ σκηνοθετεί αλά '70s σε κάτι που κινείται ανάμεσα σε εξωφρενική πλοκή τηλεοπτικού επεισοδίου των «Αγγέλων» του Τσάρλι, όπου δεν βγάζεις ακριβώς νόημα, και αστυνομική ταινία της ίδιας περιόδου, με σκληροτράχηλους αστυνομικούς, αδίστακτους και παράξενους γκάνγκστερ και στη μέση τους βασικά καλούς ήρωες (nice guys), που δεν είναι ακριβώς άμοιροι ευθυνών, ούτε τελειωμένα καθάρματα, αλλά προκαλούν την τύχη τους, ενώ την ίδια στιγμή φοβούνται για τη ζωούλα τους, έχοντας συνείδηση του κινδύνου στο πλαίσιο της υπερβολής που τους περικυκλώνει. Κι ενώ όλα μοιάζουν οικεία, ο Μπλακ διαθέτει κι αυτός συνείδηση του υλικού του, δεν το διακωμωδεί, ούτε ωστόσο το παίρνει στα σοβαρά – ξέρει ακόμη να χτίζει τους χαρακτήρες και να αιτιολογεί το συνεχές τους φλερτ με το μπουρλότο, με εξυπνάδες, γρήγορη εξέλιξη και στέρεο χιούμορ. Προσωπικά, θα ήθελα να τους ξαναδώ, κάτι που εξαρτάται μονοσήμαντα από την εμπορική επιτυχία της ταινίας.