ΑΠΟ ΤΟΝ ΘΟΔΩΡΗ ΚΟΥΤΣΟΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟ

 

Διασκευάζοντας τη νουβέλα της Ελβίρα Ντόνες, η Λάουρα Μπισπούρι πραγματεύεται ένα υπαρκτό και ακανθώδες θέμα στο σκηνοθετικό της ντεμπούτο που έκανε πρεμιέρα στο Διαγωνιστικό Τμήμα του περσινού Φεστιβάλ Βερολίνου. Οι ορκισμένες παρθένες των Βαλκανίων ήταν ένα κοινωνικό φαινόμενο που χρονικά τοποθετείται ανάμεσα στον 15ο και τον 20ό αιώνα, έχει αρχίσει να φθίνει αλλά παρατηρείται ακόμη, κυρίως στη βόρεια Αλβανία και κάποιες περιοχές των Σκοπίων. Ο λόγος που κοπέλες επικαλούνται ακόμη και σήμερα τον εθιμικό νόμο Κανούν, που δεν εντάσσεται σε συγκεκριμένο θρησκευτικό δόγμα, είναι για να αποφύγουν μια ζωή που δεν επιθυμούν, δηλαδή της συζύγου και υπηρέτριας, και να μπορέσουν είναι ελεύθερες, να πιάσουν όπλο ή να καπνίσουν. Αυτό κάνει η ηρωίδα της ταινίας, η Χάνα, ορφανή που έχει μεγαλώσει σε ένα φιλόξενο σπίτι στα βουνά της Αλβανίας, και παίρνει τους όρκους με την ενθάρρυνση του θείου της, αποφαζίζοντας να αλλάξει ταυτότητα και, ως Μαρκ πλέον, να μην ακολουθήσει τη μοίρα των υπόδουλων γυναικών. Όταν ταξιδεύει στην Ιταλία για να ξαναβρεί τους αγαπημένους της ανθρώπους, δεν αντιμετωπίζει μόνο τη μερική αμηχανία απο την πλευρά τους αλλά και το δίλημμα που την οδήγησε εκεί: τη σύγκρουση ανάμεσα στη φύση και στην επιλογή της, στις πραγματικές ανάγκες του θηλυκού σώματός της και στην τεχνητή αυθυποβολή της αρσενικής φυλακής στην οποία κλείστηκε αναγκαστικά. Η Μπισπούρι αφήνει την ιστορία της να εξελιχθεί χωρίς ορατές παρεμβάσεις στην κόψη του προσωπικού με το κοινωνικό, κάτι που σε αρκετά σημεία επιτρέπει στη λιτή Άλμπα Ρορβάκερ να παλέψει με τον εφιάλτη της καταπίεσης και άλλες να τραβήξει χωρίς προορισμό, μέχρι το στρογγυλεμένο φινάλε. Ευτυχώς, αποφεύγει τις εύκολες κρίσεις σε ένα πολύ λεπτό θέμα, που έξυπνα τοποθετείται σε χώρους με έντονη σωματικότητα, όπως η πισίνα με τις αθλήτριες της συγχρονικής κολύμβησης.