Ο Μανούσος Μανουσάκης επιστρέφει στον κινηματογράφο έπειτα από δεκαετίες μακράς τηλεοπτικής διαδρομής, μεταφέροντας στην οθόνη το ομώνυμο μυθιστόρημα του Γιώργου Σκαμπαρδώνη, τηρώντας την ενδιαφέρουσα και ασυνήθιστη για τα ελληνικά δεδομένα ιδέα του βιβλίου: ο έρωτας ανάμεσα σε μια Εβραία και έναν χριστιανό εξελίσσεται στο επίκεντρο, την ίδια στιγμή που ο Βασίλης Τσιτσάνης, η ψυχή του έργου, παρατηρεί ανθρώπινες συμπεριφορές και σταδιακά εμπνέεται από τα γεγονότα (βρισκόμαστε στην κατεχόμενη Θεσσαλονίκη, το 1942, με τους Γερμανούς να έχουν ξεκινήσει τις πρώτες μεταφορές των Εβραίων στα στρατόπεδα συγκέντρωσης), χωρίς να παρεμβαίνει πρωταγωνιστικά στην πλοκή.

 

Το πρώτο και, ίσως, κυριότερο πρόβλημα της συνειδητά αφηγηματικής ταινίας εστιάζεται στο νευρικό μοντάζ, που από την αρχή δίνει έναν άνευ λόγου βιαστικό ρυθμό: τα απότομα κοψίματα στα πρόσωπα και τη δράση δεν αφήνουν περιθώρια πληρότητας έκφρασης και βαθύτερης δραματικότητας, αφήνουν δε κενά στην στους χαρακτήρες, που πασχίζουν να συμπληρωθούν στη συνέχεια. Πλούσιο σε υλικό και διανομή, το πολυπρόσωπο Ουζερί Τσιτσάνης στρίβει απότομα και τρέχει γρήγορα, αντιβαίνοντας το εσωτερικό τέμπο των ηρώων αλλά και το πνεύμα της εποχής του – κάποια σημαντικά σημεία, όπως οι αρνητικοί ρόλοι του αρχιραβίνου και του δοσίλογου, βγαίνουν θολοί και ανεξήγητοι, σαν έχουν πέσει θύματα στο τελικό μοντάζ.

 

Ενώ ο Θέμης Καραμουρατίδης σέβεται και ως έναν βαθμό φρεσκάρει τον ήχο των εκπληκτικών τραγουδιών, ο ίδιος ο Τσιτσάνης του έργου δεν παρουσιάζεται απλώς ως παθητικός δέκτης που αφυπνίζεται σταδιακά, αλλά ως αμήχανος κομπάρσος, παρά την προσπάθεια του πάντα εύστοχου Ανδρέα Κωνσταντίνου να δώσει ένταση και αγωνία. Ο έρωτας ανάμεσα στον Χάρη Φραγκούλη (Γιώργος) και τη Χριστίνα Χειλά-Φαμέλη (Εστρέα) περνάει από πολλές φάσεις, μερικές αμήχανες και πεζές, και μερικές συγκινητικές, σε μια παραγωγή άνιση, που άλλοτε αναπαριστά φιλότιμα κι άλλες φορές χρησιμοποιεί την εποχή ως ντεκόρ για να προχωρήσουν οι διάλογοι την πλοκή.

 

Το Ουζερί Τσιτσάνης μας πάει πίσω, σε ένα σινεμά λαϊκό, με αίσθημα και περιπέτεια και αναφορές στις ρίζες. Η αίσθηση, ωστόσο, που αναδίδει είναι αυτή μιας ιστορίας που ειπώθηκε επιφανειακά και μιας καλής ευκαιρίας που χάθηκε.