Έπειτα από αρκετά, έξυπνα και εξυπνακίστικα και εν γένει φλύαρα και θορυβώδη κινούμενα σχέδια μεγάλου μήκους με θέμα τα έντομα, από το Bug's Life και το Antz μέχρι το πρόσφατο Turbo, τα Τοσοδούλικα έρχονται να ανακουφίσουν με το σιωπηλό, αλλά ουδόλως οκνό, ξεδίπλωμα της ιστορίας μιας μικρής πασχαλίτσας που χάνεται από τους δικούς της, κάνει παρέα με ένα σμήνος από μαύρα μυρμήγκια και αναγκάζεται να αντιμετωπίσει μια στρατιά από κόκκινα, δαιμονιωδώς πεινασμένα μυρμήγκια, σε μια σειρά από σκηνές που βρίθουν από σινεφιλία – με αναφορές σε ταινίες από το Ψυχώ μέχρι τον Πόλεμο των Άστρων. Η μεγαλύτερη κινηματογραφική επίδραση στο προσεγμένο και οργανικό animation των Ζαμπό και Ζιρό, που στοίχισε 20 εκατομμύρια ευρώ, βραβεύτηκε με Σεζάρ στην κατηγορία του και έρχεται στην Ελλάδα με σημαντική καθυστέρηση, είναι το βωβό σινεμά των Κίτον, Τσάπλιν και Τατί, με την ηρωίδα με τα πεταχτά ματάκια που κοιτάζουν με παγωμένη περιέργεια επιβίωσης, το αφεντικό των καλών μυρμηγκιών να της χαϊδεύει το κεφαλάκι από ευγνωμοσύνη, τους ήχους σφυρίχτρας και καραμούζας που βγάζουν για συνεννόηση και την απειλητική περιπέτεια που ελλοχεύει μέσα σε ένα ειδυλλιακό περιβάλλον (τα βουνά στην ταινία είναι εντελώς ρεαλιστικό φόντο) να δημιουργούν τη δική τους μουσική με ήχους και βλέμματα, υποκαθιστώντας τον διάλογο ιδανικά. Χωρίς λόγο, τα Τοσοδούλικα πλησιάζουν όσο περισσότερο γίνεται τη φυσική αφήγηση, εφόσον δεν εξανθρωπίζεται αυθαίρετα η συγκεκριμένη πλευρά τους, ενώ η δράση, έπειτα από ένα δεκάλεπτο χαλάρωσης, δανείζεται από το κλασικό Χόλιγουντ, πάντα με μια δόση Γαλλίας, και όχι από τα άλλα κινούμενα σχέδια. Με ευρωπαϊκή ευαισθησία, την ίδια στιγμή που αποφεύγει τα προφανή διδακτικά μηνύματα, το φιλμ ταιριάζει και στα παιδιά προσχολικής ηλικίας και στους ενήλικες που ψάχνουν κάτι πιο αφαιρετικό και φρέσκο στο είδος.