Βασισμένο στις αδημοσίευτες πενθήμερες συνεντεύξεις ανάμεσα στον δημοσιογράφο του «Rolling Stone» Ντέιβιντ Λίπσκι και τον συγγραφέα Ντέιβιντ Φόστερ Γουάλας, σε μια παρατεταμένη συνάντηση, το Τέλος Διαδρομής είναι το πορτρέτο μιας σχέσης με προφανή πρωταγωνιστή τον συγγραφέα του σημαντικότατου Infinite Jest και καταλύτη έναν ευγενικό παρείσακτο, ρεπόρτερ με λογοτεχνικές φιλοδοξίες, που ανακαλύπτει πως ο άνθρωπος που έχει απέναντί του διαθέτει έναν προβληματισμό πάνω στην ποπ κουλτούρα πολύ πιο βαθύ και ψαγμένο απ' ό,τι περίμενε. Διότι ο Γουάλας, ο οποίος αυτοκτόνησε το 2008, μόλις στα 46 του χρόνια, δεν ήταν ο τυπικός Αμερικανός διανοούμενος με τη λαχτάρα να γράψει αυτό που ονειρεύονται οι περισσότεροι συνάδελφοι του, από τον Χέμινγουεϊ και ένθεν, δηλαδή το great American novel, αλλά ένας άνθρωπος με πολύπλοκη σκέψη και μετρημένες συνήθειες, σοβαρές εμμονές και εναλλαγές διάθεσης, μια ασταθή τοποθέτηση ανάμεσα στην αλήθεια και στη φαντασία, στην υπεκφυγή και στη σύγκρουση, συμπονετικός και ιδιωτικός, βαθιά μοναχικός και γλιστερός μέσα στη ρέουσα εξομολογητικότητά του, τρομαγμένος μπροστά στον κίνδυνο πιθανού παραστρατήματος στον λάθος αμερικανισμό, όντας σοβαρός αναλυτής του ήθους και της εφαρμογής του στη χώρα του. Ο Λίπσκι είχε λάβει σαφή εντολή από τον εκδότη του «Rolling Stone», Γιαν Βένερ, να εστιάσει το άρθρο του στον εθισμό του Γουάλας στην ηρωίνη, αλλά ο Λίπσκι απέφυγε, αρχικά από διακριτικότητα και στη συνέχεια από τη συμπάθεια που γεννήθηκε από την προσωπική επαφή (το περιοδικό φημίζεται για την «οικογενειακή» επαφή του ρεπόρτερ με τον συνεντευξιαζόμενο, που κυμαίνεται από αρμένικη βίζιτα ως εκ βαθέων εμπιστοσύνη) να κιτρινίσει ή να στριμώξει, κατανοώντας πως το κέρδος που αποκόμιζε μέρα με τη μέρα ήταν μακροπρόθεσμα προσωπικό και όχι κοντόφθαλμα εμπορικό. Στην ταινία του Τζέιμς Πόνσολντ, ο Τζέισον Σίγκελ συλλαμβάνει τον αέρα της αδιόρατης αντιπαράθεσης και της πολυκύμαντης αντίστιξης, της παράξενης, μελετημένης μπλόφας του Γουάλας: κανείς δεν είναι σε θέση να γνωρίζει πόσα από αυτά που καταγράφηκαν στο μαγνητοφωνάκι του Λίπσκι είναι αληθινά, ωστόσο ο συγγραφέας μιλούσε με ειλικρίνεια για την ταραγμένη, ευγενική ψυχή του, τον εγωκεντρισμό και τη συνειδητοποίηση της ταπεινότητάς του. Μέσα από τα λόγια του και κυρίως την στάση του η εμμονή του με την τηλεόραση αποκαλύπτει τη νευραλγικότητα στο έργο του. Σε συνδυασμό με όσα έχει γράψει και στο Television and U.S. fiction, ο Γουάλας καταφέρνει ένα γερό ράπισμα στους ίδιους μεταμοντέρνους ξερόλες χίπστερ που τον αγάπησαν και που δεν κατάφεραν, στη συντριπτική τους πλειονότητα, να ολοκληρώσουν την ανάγνωση του Infinite Jest (παραμένει αμετάφραστο στα ελληνικά αυτό το δηλωτικά βαφτισμένο «αιώνιο καλαμπούρι»), στους κυνικούς που προσποιούνται πως απορρίπτουν μετά βδελυγμίας την τηλεόραση και τη χυδαιότητά της, σε αντίθεση με τους πραγματικούς διανοούμενους που δεν έχουν πρόβλημα με την ύπαρξή της, απλώς γιατί δεν τους αφορά και δεν τους αγγίζει πραγματικά η όποια φτήνια της. Ο Γουάλας παραδέχτηκε, στην ταινία και στη ζωή, το κόλλημά του και εξήγησε μοναδικά την αλληλεπίδραση λογοτεχνίας και τηλεόρασης, εμβαθύνοντας στην επιφανειακή διάλεκτο του μέσου και αντιγυρίζοντας την ειρωνεία στα μούτρα των τάχα μου επαναστατών. Η αξία της ταινίας έγκειται στον δισταγμό του ήρωα να αποφασίσει για τη δική του πορεία, την αυθεντική αμηχανία του μπροστά στο μέλλον. Τα σημάδια που δίνει ανάμεσα στις γραμμές, όταν αποτραβιέται στον κόσμο του, θίγεται από κάτι που δεν του αρέσει ή κουράζεται, λόγω της κατάθλιψης και της ματαιότητας που τον κατακλύζει σαν ψυχρολουσία, στο απόγειο της σύντομης δόξας του, ξεχωρίζουν μέσα από τις πολλές αναγνωριστικές συζητήσεις.