Όσο κι αν κάποιοι δεν είναι σε θέση ή δεν θέλουν να καταλάβουν πως υπάρχει προσωπική υπογραφή σε ένα ελαφρύ είδος, όπως η κομψή, πολιτισμένη, αστική κωμωδία με αναφορές στο screwball και στο ρομάντζο, η Νάνσι Μέγιερς, με όλες τις κατά καιρούς αδυναμίες της, έχει σχηματίσει μια καθόλου θορυβώδη ή φεστιβαλικών προδιαγραφών, μικρή αλλά ευκρινή φιλμογραφία, με ισχυρές γυναίκες σε σταυροδρόμια κρίσιμων αποφάσεων, άνδρες συνήθως αμήχανους, αδύναμους, αλλά καλών προθέσεων, ικανούς για την έκπληξη (η ρομαντική ελπίδα, πάντα), δουλεμένη αίσθηση του κωμικού συγχρονισμού και εμπιστοσύνη στον διάλογο – λίγοι σκηνοθέτες, με τον Κάμερον Κρόου να είναι ένας από αυτούς, αφήνουν χρόνο στον ένα πρωταγωνιστή να ακούσει πραγματικά τι του λέει ο άλλος και να σκεφτεί πώς θα αντιδράσει, αντί να βουτήξει στο επόμενο πλάνο με σπασμωδική κινηματογραφικότητα. Ο Αρχάριος διαθέτει μια γερή ιδέα, με τον παροπλισμένο χήρο να πιάνει δουλειά ως δόκιμος σε μια ιστοσελίδα μόδας, βοηθός σε μια υπερενεργητική και πολύ νεαρότερη διευθύντρια που γενικά δεν θέλει πολλά-πολλά, αρχικά τον σνομπάρει με συγκρατημένη ασέβεια, ώσπου εκτιμά όχι μόνο τα τυπικά του προσόντα αλλά και την ικανότητα παρατήρησης, την πίστη και την καθαρή, διεισδυτική του ματιά. Η ταινία δεν είναι μια μονοδιάστατη εκμετάλλευση του μεγάλου ηθοποιού (του τύπου «ο αστείος μαφιόζος Ντε Νίρο, γίνεται ο αστείος συναξιούχος Ντε Νίρο»), αλλά ξεκινάει γρήγορα, αναπτύσσεται ανθρώπινα και καταλήγει αγαπησιάρικα, χειραγωγώντας τα κλισέ του είδους και τις προσωπικότητες των ηθοποιών προς όφελος όλων. Η Αν Χάθαγουεϊ είναι θαυμάσια σε μια άτυπη συνέχεια του χαρακτήρα της στο Ο διάβολος φοράει Πράντα, καθώς εδώ προβιβάζεται σε αρχηγό που κάνει καψόνια στον υφιστάμενο και τον τρέχει, γιατί αυτή την επαγγελματική πανοπλία έχει επιλέξει για άμυνα, αλλά το φιλμ ανήκει στον Ντε Νίρο, που με τα λίγα λέει πολλά και δείχνει πως ο Οδηγός Αισιοδοξίας του Ντέιβιντ Ο' Ράσελ δεν ήταν μια τυχαία επαναφορά του στο σύμπαν της κωμωδίας για σκεπτόμενους – αρκεί να υπάρχει σενάριο και σκηνοθέτης.