Ανεξαρτήτως γούστου και πέρα από την κρίση, αυτήν τη στιγμή η ηλεκτρονική dance κυριαρχεί και οι DJs είναι οι βασιλιάδες στο παγκόσμιο μουσικό τοπίο. Ο Κόουλ, ένα νέο, φτωχό παιδί από το Valley της Καλιφόρνια, προσπαθεί να ακουστεί, να δώσει το δικό του στίγμα και να κάνει το break σε έναν χώρο που φυσιολογικά δεν δίνει πολλές ευκαιρίες. Συνοδοιπόροι του είναι οι παιδικοί του φίλοι, οι κολλητοί που με μικροδουλίτσες και απατεωνιές τη βγάζουν οριακά. Ένας καταξιωμένος DJ και παραγωγός, αυστηρός, επαγγελματίας και αρκετά κουρασμένος από την επανάληψη και τη φθορά, που τον συμπαθεί και τον δοκιμάζει ως βοηθό, μπορεί να γίνει η μεγάλη ευκαιρία που αναζητά. Η βοηθός και ερωμένη του, συνομήλικη του 23χρονου επίδοξου σταρ της ηλεκτρονικής μουσικής, είναι το αγκάθι: την ερωτεύεται και η ισορροπία απειλείται. Είναι, τελικά, κατ' αναλογία για τη γενιά των '10s, το We are your Friends τόσο εμβληματικό και δηλωτικό, όσο και ο Πυρετός του Σαββατόβραδου πίσω στα '70s; Φοβάμαι πως όχι. Και ο (κινηματογραφικός) λόγος είναι πως η ταινία αυτή αναλώνεται σε μια περιγραφική αφήγηση στην ούτως ή άλλως επιφανειακή προσέγγιση της αγωνίας μιας δειγματοληπτικής ομάδας φίλων, που είναι μια χαρά αλλά δεν έχουν μία, και του περίγυρού τους. Το καθαρό, ηθικοπλαστικό συμπέρασμα εναντίον των ναρκωτικών δείχνει την παραδοχή μιας θλιβερής αλήθειας: οι ουσίες που συνδέονται με τη μαζική δόνηση που προκαλεί το ηχητικό τρανς δεν είναι συμπληρωματικό, αλλά ουσιώδες στοιχείο του σεναρίου. Επιπλέον, η ίδια η μουσική δημιουργία γίνεται το βασικό θέμα, αφού η αφήγηση είναι προσχηματική και υστερεί – θα τη δείτε να έρχεται από χιλιόμετρα μακριά... Ο φιλόδοξος, αλλά άπειρος Κόουλ καλείται να αποκτήσει έμπνευση για ένα είδος που έχει καταντήσει συνθετικό και τεχνητό στα χέρια αστοιχείωτων. Και η παραίνεση που υιοθετεί, χωρίς να υπάρχει άλλη εναλλακτική λύση, είναι να βρει ήχους κατά κάποιον τρόπο αυτοβιογραφικούς και προσωπικούς, παρατηρώντας και καταγράφοντας ό,τι συμβαίνει γύρω του στην καθημερινότητα που προσπερνά αλόγιστα και τους ανθρώπους που θεωρεί δεδομένους. Κοντολογίς, ακυρώνεται η φαντασία, υποχωρώντας αμαχητί σε μια πεζή συλλογή εμπειριών και ηχητικών δεδομένων και πληροφοριών. Το δίδαγμα είναι το εξής: αφού κανείς απ' όσους παράγουν και παίζουν μουσική για ένα μικρό ή μεγάλο κοινό δεν γνωρίζει τη γραμματική και το λεξιλόγιο της μουσικής, τουλάχιστον ας συντάξει τους ήχους με έναν πιο πρωτότυπο τρόπο από τον κοινό αναπαραγωγέα, που ελπίζει να κάνει καριέρα με τα ψέματα, τα βιαστικά σαμπλάκια και τις μπανάλ κόπιες. Από το τίποτε, το ελάχιστο δυνατό, και τουλάχιστον ευγενές. Κάτι είναι κι αυτό, θα πείτε. Ναι, είναι κάτι, αλλά πολύ λίγο. Και αποκαρδιωτικό ταυτόχρονα. Ενώ το Saturday Night Fever, η αποθέωση του νόστιμου, λικνιστού προλετάριου που γινόταν διάττων ντίσκο-σταρ της πίστας τα βράδια της Παρασκευής και του Σαββάτου, ώσπου η ανεμελιά τράκαρε μετωπικά με τις ευθύνες των σχέσεων, χρησιμοποιούσε τη μουσική ως οργανική υπόκρουση του Χάιντ που υποδυόταν στη ζωή ο Τζέκιλ/Τόνι Μανέρο, ο Κόουλ εκπροσωπεί την εργατική τάξη που δεν χρειάζεται να χορέψει με τη μουσική τρίτων, αφού πλέον ο καθένας, μέσα στον υπολογιστή του, κρύβει έναν συνθέτη που δύναται να ξεσηκώσει τα πλήθη και να δικαιωθεί. Η ταινία του Τζον Μπάνταμ ήταν πιο κλασική και ειλικρινής, αφού πραγματευόταν τη λύτρωση ενός ενοχικού, καθολικού εγωιστή, ενός παρτάκια που ήρθε στα σύγκαλά του. Το We are your friends ευαγγελίζεται μια συλλογική μέθεξη, το περίφημο blast που συμπαρασύρει ένα παλλόμενο από τα beats per minute κοινό. Ο εκδημοκρατισμός της μουσικής, που ξεκίνησε με την ποπ, τη ροκ και τις μανιέρες τους και βρίσκει τη συνέχειά της στο πεδίο του αυτοσχέδιου παραγωγού, παραλλάσσει τη λογική της διασημότητας, χωρίς την παιδεία. Το μουσικό δράμα του Μαξ Τζόζεφ, που εμπεριέχει και τα δύο ιδιώματα, χωρίς να προσθέτει κάτι πραγματικά ζωτικό σε κανένα από τα δύο, βλέπεται εντούτοις ευχάριστα, γιατί η επιλογή της μουσικής είναι προσεγμένη, και καλόγουστη, ακόμη και αν η ηλεκτρονική dance με τα παρακλάδια της δεν είναι η προτίμηση του θεατή.