Οι περιπέτειες μιας δημοσιογράφου στον στίβο ενός πολύ ανταγωνιστικού επαγγέλματος και στη σκληρή αρένα της ζωής περιγράφεται με συνταγογραφημένη υπερβολή από την Έιμι Σούμερ, κωμικό με δικό της, πολλάκις προταθέν στα βραβεία Emmy τηλεοπτικό σόου, που άρεσε τόσο πολύ στον αναβιωτή της ενήλικης κωμωδίας Τζαντ Άπατοου, ώστε να της προτείνει να γράψει η ίδια το σενάριο και, φυσικά, να πρωταγωνιστήσει σε μια ταινία-προέκταση της δουλειάς της. Το θέμα του Κατακούτελα είναι η ίδια η Σούμερ ως Έιμι, η σχέση με τους συναδέλφους και ειδικά με την κυνική προϊστάμενό της (αγνώριστη η Τίλντα Σουίντον σε μια νόστιμη περιήγηση στον σαδισμό αλά Ο Διάβολος φοράει Πράντα), η δυσκολία με τον άρρωστο πατέρα, η απόσταση από την αδελφή με τον γάμο, τα παιδιά και τη στρωμένη ζωή και, πάνω απ' όλα, η επώδυνη κατάρα που καθορίζει την ερωτική της συμπεριφορά. «Κορίτσια, μην εμπιστεύεστε τη μονογαμία» είχε πει, τσαντισμένος από τη διάλυση του γάμου του, ο πατέρας σ' εκείνη και την αδελφή της, κι ενώ η 5χρονη Κιμ δεν κατάλαβε τίποτε, η 9χρονη Έιμι, η δικιά μας πρωταγωνίστρια δηλαδή, πήρε τα σοφά (;) λόγια του μπαμπά τοις μετρητοίς και ακολούθησε μια διαδρομή από αυτοκαταστροφικά τρακαρίσματα, με εμμονές γύρω από τους άνδρες, που ξεπερνούν τα απλά στερεότυπα περί σεξ και επεκτείνονται στις αγεφύρωτες διαφορές των δύο φύλων και την αδυναμία βαθύτερης και ειλικρινούς συμπόρευσης μεταξύ ανδρών και γυναικών.
Πολλά από τα περιστατικά της ταινίας, όπως διατείνεται η Σούμερ, είναι αυτοβιογραφικά, με μεγαλύτερη εξαίρεση την πραγματική της αδελφή, η οποία είναι στενή συνεργάτις της και ουδόλως μια πικρή απουσία. Το χιούμορ της δραμεντί αυτής έλκει την καταγωγή του από το σαρωτικά επιδραστικό, μακροβιότατο «Saturday Night Live» και το πιο σαρκαστικό πνεύμα του Comedy Central. Το στυλ είναι ευδιάκριτα αμερικανικό (με ό,τι κι αν σημαίνει αυτό) και ευτυχώς απομακρυσμένο από την παρωχημένη κωμωδία της παρατήρησης, όπου μέσω της ανάπτυξης του «ό,τι πιάνει το μάτι στην καθημερινότητα» και της αναπαραγωγής των βασικών και λίγο έκκεντρων συμπεριφορών, μερικοί κωμικοί με ταλέντο στα σχήματα σεναρίων, την επικαιρότητα και τη ατάκα έβγαλαν κολοσσιαίες περιουσίες, με τρανό παράδειγμα τον Τζέρι Σάινφελντ. Η Έιμι Σούμερ προσπαθεί για κάτι παραπάνω από τα βασικά και ώρες-ώρες το Κατακούτελα αγγίζει υπαρξιακά κενά που μέχρι πρότινος δεν συνηθίζονταν, όπως η έγκυρη αμφισβήτηση της μονογαμίας από την πλευρά της γυναίκας που πιέζεται από το άχθος της αποκατάστασης. Ανάμεσα στο stand up της σκηνής και την επαναληπτική λογική της τηλεόρασης, η Σούμερ ξεδιπλώνει μια περσόνα του εαυτού της που ήδη γνωρίζει πώς να χειριστεί και διαπλέκεται με καινούργιους συνεργάτες, όπως ο Άπατοου στη σκηνοθεσία και ο Μπιλ Χέιντεν, που υποδύεται τον υπομονετικό αθλητίατρο και σύντροφό της, για να αυτοεξευτελιστεί πάνω στη βάση του προσωπικού τραύματος, σαν να αυτοψυχαναλύεται μπροστά στην κάμερα, και με σενάριο που δεν στοχεύει μόνο στο αστείο αλλά στην λύτρωση από το ισόβιο μπλοκάρισμα της ερωτικής αρπαχτής. Το Κατακούτελα δεν φτάνει στο βάθος που επιδιώκει, ούτε στο ύψος της μοναδικής γραφής ενός Γούντι Άλεν (ούτε καν στην αρμονία μεταξύ δυνατού γέλιου και πικρής θεώρησης άλλων ταινιών του Άπατοου), αλλά έχει τις στιγμές του και, όπως και στην περίπτωση της μάλλον πιο ολοκληρωμένης Κρίστεν Γουίγκ, αποκαλύπτει μια ενδιαφέρουσα κωμικό, που αποτελεί μια σύγχρονη και παλλόμενη γυναίκα, με τα προβλήματα αλλά και την περηφάνια της.