Αν δεχτούμε την ακραία σύμβαση κατά την οποία άνθρωποι με όραμα ή απληστία, ή και τα δύο, όπως ο πάμπλουτος επιχειρηματίας Μαζράνι (Ίφραν Καν) στην προκείμενη περίπτωση, παίρνουν την άδεια να ξανανοίξουν ένα εγνωσμένα επικίνδυνο πάρκο για οικογενειακή διασκέδαση, παρά τις θανατηφόρες αντενδείξεις και την επικράτηση της τυχαιότητας έναντι του ελέγχου, τότε το καινούργιο Jurassic World, με φρέσκο καστ, σωστά εφέ, αποτελεσματικότατο 3D, σκηνικό που θυμίζει το ομώνυμο πάρκο της Universal και σεκάνς που δείχνουν επιρροή από το σινεμά γενικότερα, όπως τα Πουλιά του Χίτσκοκ, διασκεδάζει και κρατάει το ενδιαφέρον με την πλοκή του, χωρίς να ξεχνάει πως παραμένει μια εμπλουτισμένη προέκταση μιας διαδραστικής κινηματογραφικής σειράς. Η διαφορά του σκηνοθέτη Σπίλμπεργκ (διότι είναι πάντα παραγωγός και εμπνευστής ως έναν βαθμό οποιουδήποτε Jurassic) από τους διαδόχους φαίνεται στη διάρκεια του σασπένς και στη μαστοριά της ανάπτυξης και εκτέλεσής του, όπως, για παράδειγμα, στη σεκάνς με το νερό που τρέμει από τη γη που τραντάζεται στην επίθεση του τυραννόσαυρου στο τζιπ στο original, αλλά και στο βαν που κρεμόταν στον γκρεμό, με την Τζουλιάν Μουρ να καταρρέει σταδιακά, στον δεύτερο Χαμένο Κόσμο. Περίπου στα ίδια κυβικά, λοιπόν, με σβελτάδα στο μοντάζ και το κλασικό δίδαγμα της «γενετικά τροποποιημένης» ανθρώπινης υπεροψίας έναντι της υπεροχής της φυσικής τάξης.