Η Σουζάνε Μπίερ, η Δανή σκηνοθέτις που απέσπασε Όσκαρ και Χρυσή Σφαίρα για το Ίσως Αύριο και δοκίμασε με καλλιτεχνική και εμπορική αποτυχία τις δυνάμεις της στις αγγλόφωνες και star cast ταινίες Serena και Όσα σώσαμε από τις φλόγες, επιστρέφει με μια τραγική ιστορία δεινής αφήγησης και σχολαστικής σκηνοθεσίας. Αντιπαραθέτει τους παράλληλους και διαφορετικούς βίους δύο συναδέλφων αστυνομικών και τέμνει τα διλήμματά τους, όταν ο ένας από αυτούς αποφασίζει να κάνει μια απεγνωσμένα τολμηρή κίνηση από τη στιγμή που το νεογνό του πεθαίνει και η σύζυγός του αυτοκτονεί και ο άλλος στέκεται στο ύψος των περιστάσεων, ξεπερνώντας έγκαιρα τη θλίψη που ακολούθησε το διαζύγιό του. Λίγο πριν, ο Αντρέας και ο Σίμον είχαν ανακαλύψει ένα μωρό παιδί σε απόλυτη εξαθλίωση, παραμελημένο και υποσιτισμένο στο υποτυπώδες σπιτικό ενός ζευγαριού τοξικομανών που είχαν ήδη στοχοποιήσει, και ειδοποίησαν την Πρόνοια να επέμβει με ταχύτατες διαδικασίες. Η δεύτερη ευκαιρία, όπως είναι ο ακριβής τίτλος της ταινίας, συνοψίζει τον ανθρώπινο πόνο (αγαπημένο θέμα της Μπίερ) σε μια σειρά ακραίων καταστάσεων που ξεδιπλώνονται γοργά και συναρπαστικά και συχνά αιφνιδιάζουν με τη σκληρότητά τους. Το σασπένς της ταινίας είναι ανάλογο με τη συμμετρία της: δύο από τους πρωταγωνιστές δεν καταφέρνουν, ή δεν δικαιούνται, μια λυτρωτική δεύτερη πράξη, ενώ όλοι οι υπόλοιποι πετυχαίνουν μια γλυκόπικρη νίκη. Μέσα από τον κυνισμό της μοίρας, η Μπίερ συνεχίζει να εξερευνά την τυχαιότητα της ελπίδας με τις εκφάνσεις της και έχει για έκτη φορά στο πλευρό της τον σχεδόν μόνιμο σεναριογράφο της Άντερς Τόμας Γιένσεν στην καλύτερη στιγμή του, ενώ ο Νικολάι Κόστερ Βαλντάου έχει τελείως διαφορετικό ρόλο σε σχέση με τον υποστηρικτικό σύζυγο του 1.000 Φορές Καληνύχτα, αναλαμβάνοντας δράση, εσωτερική και σωματική, στην καλύτερη μέχρι στιγμής κινηματογραφική ερμηνεία του.