Χειμώνας στη Νορβηγία. Ο εσωστρεφής και εργατικός Nιλς (Στέλαν Σκάρσγκαρντ) οδηγεί το εκχιονιστικό του, διατηρώντας τους δρόμους καθαρούς και τα βουνά προσβάσιμα στo αφιλόξενο παγωμένο τοπίο, όπου ζει. Έχει μόλις ανακηρυχθεί ο πολίτης της χρονιάς για τον ζήλο του, όταν ενημερώνεται ότι ο γιος του πέθανε από υπερβολική δόση ηρωίνης. Αρνείται, όμως, να αποδεχτεί την επίσημη εκδοχή του θανάτου του γιου του και ξεκινά μια μυστική έρευνα που τον οδηγεί στους δολοφόνους του παιδιού του. Μια σειρά από αναπάντεχα γεγονότα τον μετατρέπουν σε αδίστακτο ήρωα του υποκόσμου, ενώ η ταυτότητά του παραμένει άγνωστη...

Διασκεδαστική, λιτή, αν και έντονα ταραντινική και κοενική μαύρη κωμωδία εκδίκησης από τη Νορβηγία, επίσημη συμμετοχή στο περσινό Φεστιβάλ Βερολίνου, από τον Νορβηγό σκηνοθέτη Χανς Πέτερ Μόλαντ, που ξεκινάει ήσυχα, ωραία και ανησυχητικά, αφού ένας ήρεμος οδηγός εκχιονιστικού μηχανήματος, υπόδειγμα πολίτη και εργαζομένου, μαθαίνει πως ο γιος του πεθαίνει από υπερβολική δόση ηρωίνης, αμφισβητεί την επίσημη εκδοχή κα παλεύει μόνος του να βρει τους δολοφόνους του παιδιού του, μπλέκοντας, χωρίς να το θέλει, με τον υπόκοσμο, τα μέλη του οποίου βγαίνουν από τη μέση με αντίστροφη μέτρηση – ή με σειρά εξαφάνισης, όπως λέει και ο τίτλος. Στον άγνωστο προς αυτόν κόσμο του εγκλήματος έρχονται αντιμέτωποι ένας χορτοφάγος γκάνγκστερ κι ένας Σέρβος αρχιμαφιόζος, μια χτυπητή αντίθεση που συνειδητά ο Μόλαντ παίζει με όλες τις ρατσιστικές εκρήξεις που χαρακτηρίζουν ανθρώπους προσκολλημένους στο μικρό, αυτοαναφορικό βασίλειό τους. Το bonus είναι πως όλοι θα περίμεναν μια πιο προηγμένο αγέλη κακοποιών στη Σκανδιναβία, αλλά, τελικά, στον ίδιο λάκκο κινούνται τα αποβράσματα, είτε τρώνε κρέας είτε κάνουν την προσευχή τους όταν ένας ομοεθνής (γκάνγκστερ βέβαια) χάνει τη ζωή του. Στο πλαίσιο του ανίδεου αυτόδικου ο Στέλαν Σκάρσγκαρντ είναι εξαιρετική επιλογή, αλλά την παράσταση κλέβει ο Πολ Χάγκεν, που τον είχαμε δει σε τελείως διαφορετικό ρόλο στο επίσης νορβηγικό, θετικό έπος Κον Τίκι, που έφτασε στην πεντάδα των ξενόγλωσσων Όσκαρ πέρσι – κι άλλοι δύο ηθοποιοί από την ίδια ταινία παίζουν στο Με Σειρά Εξαφάνισης. Μέσα σε ένα άψογης, μίνιμαλ αισθητικής σπίτι-φρούριο, ο Σβέρε είναι ο αρχηγός, ένας ψυχοπαθής που φυλάει το παιδί του, μισεί την πρώην γυναίκα του και όλη την κοινωνία σαν κάποιος να τον ενοχλεί αφόρητα και ασταμάτητα, οδηγεί ηλεκτρικό αυτοκίνητο και πίνει φρουτολαχανοχυμούς, ενώ δεν διστάζει να ξεπαστρέψει όποιον δεν συμφωνήσει με τη διάθεση και την αύρα του (υπονοείται πως κάποιο σοβαρό και άλυτο θεματάκι έχει με τον πατέρα του, αλλά δεν έχει και τόση σημασία). Ο χαρακτήρας του δεν είναι ότι πιο φρέσκο έχουμε δει στις λοξές, λόγω της κωμωδίας που υπονομεύει τον εν ψυχρώ φόνο, σύγχρονες ιστορίες εκδίκησης, αλλά η τοποθέτηση ενός τόσο στωικά διαταραγμένου σε ένα τόσο αγνό και αφτιασίδωτο τοπίο φτιάχνει από χέρι την κωμική περίσταση που απαιτείται, σε συνδυασμό με έναν εκδικητικό δολοφόνο που έχει την τύχη του πρωτάρη και την πέτρινη έκφραση ενός σιωπηλού και πένθιμου Μπάστερ Κίτον.