Μια οικογένεια Σουηδών πηγαίνει στις γαλλικές Άλπεις για σκι. Ο ήλιος λάμπει και οι πλαγιές είναι πανέμορφες. Κατά τη διάρκεια ενός γεύματος σε ένα εστιατόριο που κρέμεται από μία πλαγιά μια χιονοστιβάδα φέρνει τα πάνω κάτω. Τα φαγητά πετάγονται προς όλες τις κατευθύνσεις και η Ebba ζητάει τη βοήθεια του Tόμας, καθώς προσπαθεί να προστατεύσει τα παιδιά τους. Αυτός, όμως, τρέχει για να σωθεί... Η καταστροφή τελικά δεν επήλθε και μετά την αναστάτωση επικρατεί αμηχανία. Όμως, η οικογενειακή ισορροπία έχει διαταραχθεί πλήρως. Η αναπάντεχη αντίδραση του Τόμας προκαλεί την επαναξιολόγηση των ρόλων και του οικογενειακού κατεστημένου. Ο γάμος του ζευγαριού κρέμεται από μια κλωστή, καθώς ο Tόμας προσπαθεί να επανακτήσει τον ρόλο του αρχηγού της οικογένειας.


Τι γίνεται όταν μια «κανονική» οικογένεια Σουηδών παρακολουθεί αμέριμνα μια ελεγχόμενη χιονοστιβάδα σε ένα υπαίθριο εστιατόριο χιονοδρομικού κέντρου στις Άλπεις, η χιονοστιβάδα ξαφνικά ξεφεύγει από την προβλεπόμενη κατεύθυνση και κατευθύνεται ορμητικά προς τα τραπέζια, πυκνό σύννεφο χιονοπούδρας σκεπάζει χωρίς προειδοποίηση τον χώρο και ο πατέρας μαζεύει το κινητό του και τρέπεται σε άτακτη φυγή, αφήνοντας τη σύζυγο μόνη, να φωνάζει και να προστατεύει τα δυο παιδιά τους; Ανθρώπινο ρεφλέξ; Ασυγχώρητο λάθος; Ή φθοροποιός αφορμή για διάλυση του ερμητικά κλειδαμπαρωμένου οικοδομήματος, μέσα σε κλάσμα δευτερολέπτου; Η Ανωτέρα Βία, με τις μακριές, τακτοποιημένες λήψεις, τους μηχανικούς ήχους από τα λιφτ και τις παρατεταμένες σιωπές, ρίχνει μια ειρωνική, τραγικωμική (σε ηθελημένα συγκρατημένους σκανδιναβικούς τόνους, σαν συνθετικό κλισέ που απαντά στο στερεότυπο που έχει όλος ο κόσμος αλλά και η συγκεκριμένη κοινωνία για τον εαυτό της) ματιά στην εύθραυστη ισορροπία της πυρηνικής οικογένειας, πυροβολώντας με το γάντι την αυταρέσκεια του μεσοαστικού εφησυχασμού και την ισχύουσα υπεροψία της αρσενικής κυριαρχίας, καθώς ο πάτερ-φαμίλιας και ο μουσάτος φίλος του που τον επισκέπτεται αποδεικνύονται γρήγορα μέσα στο φιλμ ατελή λαμόγια, καμουφλαρισμένα από επιφανειακό cool και ψεύτικο ενδιαφέρον αντίστοιχα. Αντίθετα, η σύζυγος και μάνα, η νεαρή φιλενάδα του φίλου του συζύγου και μια ακόμη γυναίκα αδέσμευτης σεξουαλικότητας που το κεντρικό ζευγάρι γνωρίζει στο λόμπι του ξενοδοχείου λειτουργούν με προηγμένα αντανακλαστικά και πληρέστερο ψυχισμό, μέσα στις αδυναμίες τους βεβαίως. Και να σκεφτεί κανείς πως το φιλμ, που ήταν υποψήφιο για Χρυσή Σφαίρα κι έχει μπει στην 9άδα των ξενόγλωσσων ταινιών που διεκδικούν το Όσκαρ, έχει σκηνοθετηθεί από άνδρα, ο οποίος κατάφερε να πάρει μια ελαφρώς χιουμοριστική απόσταση από το υπαρξιακό snow δράμα που έγραψε ο ίδιος. Μέσα σε αυτό το δίωρο κινηματογραφικό σχόλιο για τη σύγχρονη υποκρισία του «καλώς φαίνεσθαι μεταξύ μας» (η αυταρέσκεια που λέγαμε...) και της καρτποσταλικής, κινούμενης πόζας της χαρούμενης οικογένειας που βρίθει από άρεια υγεία, πλένει τα δόντια της με ευλάβεια χρησιμοποιώντας απαρέγκλιτα ηλεκτρικό βουρτσάκι, γλιστράει με χάρη στις τέλειες πλαγιές και ξαποσταίνει ομαδικά με ασορτί πιτζάμες στην ξύλινη θαλπωρή του ξενοδοχείου, κρύβεται το κουκούτσι μιας πιο σβέλτης και ουσιαστικότερης κομεντί που απλώνεται χωρίς σημαντικό λόγο, παρά μόνο για ύφος και εμφατικό παιχνίδισμα, ανάμεσα σε επαναλήψεις και γαλλικού τύπου διαλόγους, που ωστόσο δεν κόβουν όσο βαθιά θα ήθελε ο Όστλουντ. Πάντως, η σκηνή όπου ο κακομοίρης (;) ο Τόμας, ο σύζυγος, καταρρέει είναι μια αναπάντεχη, διφορούμενη, μοχθηρή και αξέχαστη στιγμή, που δεν ξέρεις αν πρέπει να σκάσεις στα γέλια ή να τον πλακώσεις στο ξύλο – πραγματικό highlight.