Εμπνευσμένος από την ύπαρξη του κακόβουλου λογισμικού Stuxnet που δημιούργησαν Αμερικανοί και Ισραηλινοί για να αποκτήσουν πρόσβαση σε πυρηνικές εγκαταστάσεις Ιρανών, ο Μάικλ Μαν συνέθεσε μια κατασκοπική περιπέτεια με πρωταγωνιστή έναν καινούργιο αόρατο εχθρό που απειλεί την ανθρωπότητα με πόλεμο στα κυβερνο-χαρακώματα. Ήρωας στο φιλμ Blackhat –μια λέξη που σηματοδοτεί τον κακοήθη χάκερ– είναι ο Χάθαγουεϊ (Κρις Χέμσγουορθ), ο οποίος εκτίει ποινή 15 ετών για εγκλήματα στον κυβερνοχώρο και δέχεται να συνεργαστεί με τις αμερικανικές και κινεζικές Αρχές για να μειωθεί η ποινή, βοηθώντας τους να εξαρθρώσουν μια σειρά ενεργειών που προκαλούν ηλεκτρονικό χάος.


Ακούσια επίκαιρο λόγω του μαζικού χάκινγκ της Sony, το Blackhat κινείται ζαλιστικά ανάμεσα στη δυτική Αμερική και στη βαθιά Ασία, εμπλέκει τον Χάθαγουεϊ σε ένα ερωτικό δίλημμα με μια Κινέζα πράκτορα και ηθελημένα μπερδεύει τον θεατή σε σχέση με τα κίνητρα του κακού που προκαλεί τον όλεθρο: αρχικά αποκλείοντας τα τραπεζικά και τα πολιτικά αίτια που παραπέμπουν σε έναν μονοδιάστατο καταστροφικό χαρακτήρα στη μανιέρα του Τζέιμς Μποντ, η περιπέτεια του Μάικλ Μαν δεν φείδεται δράσης και σασπένς, πάντα με μια υψηλής αισθητικής βιντεϊκή αμεσότητα, νυχτερινή ατμόσφαιρα κινδύνου που εγκυμονείται ανά πάσα στιγμή, έντονη σωματικότητα και καταστάσεις που δεν έχουν ευκρινή κατεύθυνση. Ωστόσο, η υλοποίηση της πραγματικής απειλής τού διαφεύγει κινηματογραφικά και όποτε επιλέγει να τονίσει την κρίσιμη στιγμή, το momentum δεν είναι αρκετά δυνατό, όπως, για παράδειγμα, η σκηνή που το στικάκι μπαίνει με έμφαση στη θύρα για να καταδείξει πώς μια συνηθισμένη ενέργεια μπορεί να αποκτήσει καταστροφικό νόημα, η οποία σκηνοθετικά δεν λέει και πολλά πράγματα. Επιπρόσθετα, το δράμα του ατσαλάκωτου, ευλαβικά γυμνασμένου βαρυποινίτη (ο Χέμσγουορθ ως Μπραντ Πιτ της γενιάς του), που δεν λαχανιάζει, δεν ιδρώνει και δεν αγκομαχάει ποτέ φαντάζει ως ανήκεστος χολιγουντιανός ακκισμός – προσποίηση για την οποία φέρει ακέραια την ευθύνη ο Μαν και όχι ο ηθοποιός. Αντίθετα, η Τανγκ Γουέι, που είχε διακριθεί στο Προσοχή: Πόθος του Ανγκ Λι, ακόμη και ως σχετικά ασαφές περίγραμμα, τουλάχιστον στριμώχνεται σε μια συνεχή ίντριγκα που της διαφεύγει και ακολουθεί με πόνο και πείσμα.