Τα τελευταία λόγια του μεγάλου τοπιογράφου και θαλασσογράφου είναι ενδεικτικά της μεθυστικής εξάρτησης από το φως αλλά και της μαεστρικής χρήσης του στους πίνακές του: ο Κύριος Τέρνερ του Μάικ Λι έρχεται 4 χρόνια μετά το χαμηλόφωνο αριστούργημά του Another Year και δίνει την ευκαιρία στον Τίμοθι Σπολ να πλάσει τον ρόλο της καριέρας του και να αποσπάσει βραβεία ερμηνείας από το Φεστιβάλ Καννών και τους Κριτικούς της Νέας Υόρκης. Όπως το συνηθίζει, ο Λι δεν χρησιμοποίησε σενάριο στα γυρίσματα, αρνούμενος να κάνει συμβιβασμό στην αυτοσχεδιαστική, αλλά καλά προβαρισμένη τεχνική του, ακόμη και σε ταινία που βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα. Οι αυτοβιογραφικοί παραλληλισμοί μεταξύ του σκηνοθέτη και του ζωγράφου είναι αρκετοί, αλλά ο Λι αρνήθηκε κάθε ομοιότητα στη συνέντευξη Τύπου. Αντίθετα, ο Σπολ επισήμανε σε συνεντεύξεις ότι, όπως και ο Τέρνερ, είναι ένας παχουλός ασχημούλης. Στη μεγάλη διάρκεια του έργου (δυόμισι ώρες) αναπτύσσονται η εκκεντρικότητα και τα αλληλοσυγκρουόμενα χαρακτηριστικά ενός οραματιστή που θεμελίωσε τον ιμπρεσιονισμό και είχε την τύχη να αναγνωριστεί από τους συγχρόνους του, καθώς και τη γενναιοδωρία να στηρίξει μη προνομιούχους συναδέλφους του. Πιστός στην ισορροπία του λόγου και της εικόνας, ο Μάικ Λι στηρίχτηκε και εδώ στη δύναμή του να αναδεικνύει τα πρόσωπα μέσα από τις λεπτομέρειες, τα τικ και τις εκλάμψεις τους. Στην περίπτωση του Τέρνερ οι στιγμές έμπνευσης, όπως η κατάδυσή του στα στοιχεία της φύσης με την απόφασή του να δεθεί στο κατάρτι ενός πλοίου κατά τη διάρκεια μιας τρικυμίας, καθώς και μεγαλοφυΐας, όταν στέκεται σαν ταπεινή κουκκίδα μπροστά στα χρώματα της δύσης και της ανατολής του ήλιου, πηγάζουν μέσα από την ανθρώπινη και συχνότατα πεζή καθημερινότητά του.