Όπως και το 12 Χρόνια Σκλάβος, το Belle βασίζεται σε πραγματική ιστορία με θέμα τον ρατσισμό και τη δουλεία και φέρνει στο προσκήνιο την ξεχασμένη Ντάιντο Ελίζαμπεθ Μπελ, μια μιγάδα, νόθο παιδί ενός Βρετανού ναυάρχου, η οποία μεγάλωσε με φροντίδα και αρχές από τον θείο της, τον λόρδο Μάνσφιλντ, επιφανή δικαστή του 18ου αιώνα – πηγή έμπνευσης είναι ένας πίνακας που την απεικονίζει, μαζί με την αγαπημένη της (λευκή) ξαδέλφη. Ο σεναριακός συσχετισμός της μεικτής καταγωγής της με το υβριδικό της status παρουσιάζει ενδιαφέρον: η Belle είχε όλα τα προνόμια της καλής ανατροφής, καθώς και μια γερή προίκα, για να προσελκύσει υπολογίσιμο γαμπρό, αλλά το χρώμα του δέρματός της δεν της επέτρεπε πλήρη ενσωμάτωση στην καλή κοινωνία, κυρίως στους κύκλους της αριστοκρατίας, όπου ανήκε η οικογένεια που τη μεγάλωσε. Δεν είναι σίγουρο κατά πόσον η ενεργή εμπλοκή της στο φλέγον ζήτημα της σφαγής του Ζονγκ, κατά την οποία ο καπετάνιος διέταξε τη δολοφονία διά πνιγμού 140 μαύρων σκλάβων για να εισπράξει την ασφάλεια, είναι ιστορικά ακριβής, καθώς δεν υπάρχουν αρκετά ντοκουμέντα που να αποδεικνύουν την όποια συμμετοχή της. Η δραματοποίηση κρατάει την πλοκή ζωντανή, με δεδομένο ότι η υπόθεση αυτή αφύπνισε νομικά και κοινωνικά την πρακτική κατάργηση της δουλείας, ενώ η Belle όντως ερωτεύτηκε και παντρεύτηκε τον ακτιβιστή δικηγόρο που έδωσε μάχη στο πλευρό των abolitionists. Δεν υπάρχει κανένα ψεγάδι σε αυτή την ταινία εποχής, που ωστόσο μοιάζει σαν να βγήκε από άλλη, παλιότερη εποχή και ποντάρει στο δυνατό και συγκινητικό θέμα, όπως το χειρίζεται με ακρίβεια η Αφροβρετανή σκηνοθέτης Άμα Ασάντε, που υποστηρίζεται από εξαιρετικές ερμηνείες – από την όμορφη και δυναμική Γκούγκου Μπάθα Ρο, την Έμιλι Γουότσον και τη Μιράντα Ρίτσαρντσον που βλέπουμε σπάνια πλέον, και πάνω απ' όλους, τον κορυφαίο Τομ Γουίλκινσον σε έναν από τους καλύτερους ρόλους της καριέρας του, ως λόρδος Μάνσφιλντ, που ισορροπεί απαρασάλευτα ανάμεσα στην απόσταση του δικαστή μπροστά σε μια κρίσιμη απόφαση και στην προσωπική ευθύνη μιας ιδιαίτερης «κηδεμονίας».