Ο Μικ Τζάγκερ υποκλίνεται στο ταλέντο του Τζέιμς Μπράουν και αναλαμβάνει την παραγωγή της οσκαρικών προδιαγραφών «feel good» biopic του θρυλικού τραγουδιστή που μας αποκαλύπτει τον άνθρωπο πίσω από τον θρύλο. Ο ταλαντούχος Τσάντγουικ Μπόσμαν («42») ενσαρκώνει συγκλονιστικά τον θρυλικό «νονό» της soul funk που άλλαξε τη μουσική ιστορία, τον μοναδικό Τζέιμς Μπράουν, ο οποίος γεννήθηκε στη Νότια Καρολίνα μεσούσης της οικονομικής κρίσης, το 1933, και μεγάλωσε στο περιθώριο, δίχως κανόνες και οικογενειακά πρότυπα. Φαινόταν, όμως, εξαρχής πως ήταν προορισμένος να ανατρέψει τους κανόνες της μουσικής βιομηχανίας. Στη σκηνοθεσία της ταινίας που διατρέχει τη ζωή του μουσικού ειδώλου, από τα δύσκολα και φτωχικά παιδικά του χρόνια μέχρι την ανάδειξή του σε εμβληματικό πρόσωπο του 20ού αιώνα, βρίσκουμε τον Τέιτ Τέιλορ, πρώην ηθοποιό και νυν σκηνοθέτη, τον οποίο πρωτοείδαμε στα Όσκαρ με την υποψήφια για 4 Όσκαρ ταινία του «Οι Υπηρέτριες» («The Help»).


Η ηλεκτρισμένη αμεσότητα του νονού της soul, του αξέχαστου Τζέιμς Μπράουν, εμπνέει τον σκηνοθέτη Τέιτ Τέιλορ να σπάσει τον περίφημο τέταρτο τοίχο και να βάλει τον ήρωα να απευθύνεται στους θεατές μέσω της κάμερας, όπως ο Μπράουν είχε αποκτήσει μια ανεπανάληπτη επαφή με το κοινό του στις συναυλίες, αρχής γενομένης με το καλά καταγεγραμμένο στην ταινία Live at the Apollo, ένα ζαλιστικό ορόσημο στην ιστορία των ζωντανών εμφανίσεων, από το πρώτο και καλύτερο «γκιράπι» στην ιστορία της funk. Το εύρημα αυτό λειτουργεί κυρίως χάρη στο φλογισμένο και ειλικρινές παίξιμο του Τσάντγουικ Μπόσμαν, ο οποίος πάει ολοταχώς και δικαίως για την πεντάδα των επερχόμενων Όσκαρ. Ο Μπόσμαν, ενώ δεν μοιάζει χτυπητά με τον Μπράουν, πετυχαίνει στις αβανταδόρικες χορογραφίες, τις εκρηκτικές, ωστικές κινήσεις και τα χαρακτηριστικά ουρλιαχτά του τραγουδιστή, αλλά και στις στενόχωρες, χαμηλότονες στιγμές του, δηλαδή στα κατάλοιπα μιας εξαθλιωμένης παιδικής ηλικίας, και στην αδελφική, αγρίως κυμαινόμενη σχέση του με τον Μπόμπι Μπερντ, τον καλλιτέχνη που του έδωσε την πρώτη του ευκαιρία και συνεργάστηκε στενά μαζί του κατά τη διάρκεια της ανόδου και στα solo της μεγάλης ακμής. Το ψυχολογικό ρεζουμέ του Get on Up, το οποίο χωρίζεται σε κεφάλαια δανεισμένα από τις αξιομνημόνευτες επιτυχίες του Τζέιμς Μπράουν, είναι πως το παιδί από τον Νότο, που έφαγε πολύ ξύλο από τον πατέρα του, εγκαταλείφθηκε από μια ανέτοιμη μάνα και δούλεψε σε οίκους ανοχής για να ζήσει, ήταν ένα εγωμανές θηρίο, κανονικό αγρίμι, με φοβερό ένστικτο αυτοσυντήρησης αλλά και ένα απαράμιλλο δημιουργικό κίνητρο, σύμφυτο με τον αλήτικο και ασυμμάζευτο χαρακτήρα του. Έχοντας εξοικειωθεί με τη ρατσιστική προβληματική από το ντεμπούτο του, τις Υπηρέτριες, ο Τέιτ Τέιλορ περνάει τις πληροφορίες της άτυπης αλλά ουσιαστικής σκλαβιάς των μαύρων κυρίως μέσα από εικόνες (με δυνατότερη εκείνη των μικρών μαύρων παιδιών που πυγμαχούν με κλεισμένα τα μάτια και πιασμένο το ένα χέρι, με συνοδεία ορχήστρας, για να διασκεδάσουν λευκούς σε πάρτι) για να δικαιολογήσει την καταγωγή και τη βιαιότητα του Μπράουν, αλλά υπονομεύει τη γραμμική αφήγηση με μια σειρά από χρονικές αναδρομές που άλλοτε εξηγούν κι άλλοτε διακόπτουν τη ροή και την ενέργεια. Για κάθε αντίρρηση και κλισέ υπάρχει πάντα ο Μπόσμαν που δεν χάνει beat με τα σπαγκάτ και τα κόλπα του με τα μικρόφωνα, αλλά και τα έξοχα κινηματογραφημένα τραγούδια που σε ξεκολλάνε από την καρέκλα και σε παρασύρουν στην ιδιοφυΐα ενός μουσικού ηγέτη με άπειρες αδυναμίες και λιονταρίσιο τσαγανό.