Κρύες επιφάνειες, άκαρδα αφεντικά, ψίχουλα ελεημοσύνης αντί για πραγματικό φιλότιμο: στο νεόπλουτο περιβάλλον της παρακμιακής Ελλάδας του σήμερα ο Αθανάσιος Καρανικόλας αφηγείται μια ιστορία ήπιας ευθανασίας.

 

Η Νάντια, η Γεωργιανή οικιακή βοηθός που συντροφεύει και υπηρετεί το ανδρόγυνο και την κόρη επί 12 χρόνια, νοσεί από μια σπάνια πάθηση του νευρικού συστήματος που δεν συνάδει με τις σκοτούρες του. Θέλει να ξεφορτωθεί την άρρωστη και πρέπει να τη σχολάσει με κομψό τρόπο, λαμβάνοντας υπόψη του πως όλα αυτά τα χρόνια δεν ήταν απλώς η καθαρίστρια αλλά η κολόνα του σπιτιού, φίλη κι αδελφή, μια κυρία σε όλα της, το αθόρυβο στήριγμα που ποτέ δεν ενόχλησε και πάντα πρόσφερε αγόγγυστα, χωρίς να θεωρεί, αν και ανασφάλιστη, πως την εκμεταλλεύονται. Ο άνδρας, προβληματισμένος για το πώς θα διατηρήσει το κοινωνικό του στάτους στην κρίση, υπενθυμίζει ότι τώρα μιλάνε τα χρήματα και καλεί τη σύζυγο να υποταχθεί. Ακόμη κι αν κάποτε είχε ανθρωπιά, μοιάζει εναρμονισμένος με τις κατακτήσεις του και οι υπόλοιποι οφείλουν να τον ακολουθήσουν, χωρίς να εμβαθύνουν.

 

Τα πλάνα του σκηνοθέτη είναι στέρεα και γεωμετρικά, ικανά να χωρέσουν ανθρώπους που στέκονται σκεπτικοί, κινούνται αργά, διασκεδάζουν ελάχιστα και δεν γελάνε ποτέ, με φόντο ακριβά και στιλπνά υλικά δανεικής ευμάρειας, ανάμεσα στις διακοσμητικές πέτρες, τα επεξεργασμένα ξύλα και τα ουδέτερα γκρίζα τσιμέντα. Όπως δανεική είναι και η ευγένεια στους τρόπους και στη συμπεριφορά, καθώς στα δύσκολα, η γενναιοδωρία πάει περίπατο. Το σκηνοθετικό τέμπο παραμένει αργό και παρατηρητικό, δηλωτικό της αντιμετώπισης ενός σκηνοθέτη που νιώθει και ταυτόχρονα ακτινογραφεί την Ελλάδα, χωρίς να φανεί πως την πονάει θερμά – ο Αθανάσιος Καρανικόλας ζει και εργάζεται στο Βερολίνο. Στη σκηνογραφία γίνεται εξαιρετική δουλειά: το τεράστιο σπίτι υποδέχεται, αλλά δεν φιλοξενεί, ακόμα και τους ιδιοκτήτες του, ενώ η περίφημη θέα προς τη θάλασσα ακυρώνεται, δίχως χαρά και ξενοιασιά. Είναι το σπίτι «άλλων», που το πονάει μόνο η Νάντια. Η οποία ερμηνεύεται συγκλονιστικά, με σιωπηλή ακεραιότητα, από την αποκάλυψη, μέσα στην απλότητα και την αμεσότητά της, Μαρία Καλλιμάνη (που είχαμε δει για λίγο και στο Miss Violence), σε μια περφόρμανς πρώτου ρόλου, πολύ υψηλών απαιτήσεων. Η καλύτερη σκηνή της ταινίας, όπου εκείνη κοντοστέκεται στις παραινέσεις των αφεντικών να μείνει για μια ακόμη βραδιά στο σπίτι γιατί είναι αργά και τη βλέπουν αποκαμωμένη, εμπεριέχει μια στοιβάδα συναισθημάτων που ουρλιάζουν μέσα της, αλλά η αξιοπρέπειά της δεν της επιτρέπει να μιλήσει. Υπέροχη!