1915, χειμώνας στο άσυλο ανιάτων στο Μοντεβέργκ, στη Νότια Γαλλία. Η Καμίλ Κλοντέλ, γλύπτρια, μούσα και σύντροφος του Ροντέν, βρίσκεται έγκλειστη κατά παραγγελία των γονιών της, με μοναδικό φωτεινό σημάδι τις αραιές αλλά τακτικές επισκέψεις του αδελφού της, Πολ. Η Κλοντέλ θα ζήσει στο άσυλο τα τελευταία 29 χρόνια της ζωής της. Δεν θα ξαναδημιουργήσει κανένα έργο. Το μοναδικά δημιουργικό μυαλό της θα σβήσει σιγά-σιγά μέσα στη μοναξιά και την υπαρξιακή απορία.

Ο Μπρυνό Ντυμόν παρακολουθεί την γλύπτρια Καμίλ Κλοντέλ στο άσυλο φρενοβλαβών στην Αβινιόν, όπου την περιόρισε η οικογένειά της. Η μείξη της Ζιλιέτ Μπινός με πραγματικούς ασθενείς είναι μια ιδέα που αποδίδει τα μέγιστα: η ταινία δεν φιλοδοξεί να γίνει ευχάριστη ή συγκαταβατική. Αντιπαρατάσσει τα χριστιανικά άλλοθι του πολύ θρήσκου συγγραφέα και αδελφού της Καμίλ, του Πολ Κλοντέλ, με τη θυματοποίηση μιας βασανισμένης ψυχής σε μια κοινωνία που δεν έδινε περιθώρια αυτονομίας στις γυναίκες. Ο Ντιμόν χρησιμοποιεί τη δραματική καθαρότητα του προσώπου της Μπινός για να συλλάβει το συναίσθημα στο περιθώριο του Λόγου. Όποτε μιλάει, η Καμίλ Κλοντέλ μηρυκάζει τη μανία καταδίωξης από τον εραστή και ανταγωνιστή της Ογκίστ Ροντέν, οργίζεται για την αρνητική στάση της μητέρας της, θρηνεί για την αταίριαστη παρουσία της ανάμεσα σε καταφανώς πιο άρρωστους ανθρώπους που δεν είχαν δράμι από τις δικές της καλλιτεχνικές ανησυχίες και φανερώνει μια άνιση, διαταραγμένη προσωπικότητα, που ενώ πάει να κερδίσει τον θεατή με την αδικία που της έχει συμβεί, γρήγορα τον απομακρύνει με την αδιαπέραστη αγωνία της. Η Μπινός, σε μία από τις μεγαλειώδεις ερμηνείες της, συνεχίζει από το σημείο της τρέλας που τελείωσε η Κλοντέλ της Ιζαμπέλ Ατζανί και του Μπρινό Νιτέν, με μια εσωτερική, αλλά τόσο διάφανη ενσάρκωση της καταπίεσης και της θλίψης. Οι τεχνικές του Ντιμόν (ο ακραίος νατουραλισμός με διάχυτη επιτήδευση, από τη θεματική μέχρι τις εξεζητημένες ερμηνείες), που ουδέποτε μου άρεσαν, εδώ βρίσκουν αρμονική και αβίαστη εφαρμογή σε μια ιστορία που δεν είναι αλλά γίνεται συναρπαστική μέσα στις σιωπές και στη συνειδητοποίηση της απόλυτης μοναξιάς, στον σιωπηλό και ενίοτε τόσο έντονο διάλογο της Καμίλ Κλοντέλ με το παρελθόν, τα φαντάσματα και το έργο που άφησε πίσω της – ένα «κρίμα» μαζί με σβησμένη οργή, και ταυτόχρονα η ανακουφιστική ευκαιρία της να βοηθήσει έστω και λίγο ανθρώπους που είχαν σημαντικά, αλλά συγκεκριμένα προβλήματα, μέσα στο ψυχιατρείο. Ώσπου σταδιακά να εξαφανιστεί στο κουφάρι των αυτόματων καθημερινών κινήσεων χωρίς νόημα, να αποσβολωθεί στην αδράνεια. Ο Ντιμόν και η Μπινός το βγάζουν ανάγλυφα στην ταινία. Και να φανταστείτε πως η Γαλλίδα ηθοποιός, η μόνη που έχει τιμηθεί με Όσκαρ, Σφαίρα και τα βραβεία από τα τρία μεγάλα φεστιβάλ, δεν πήρε το βραβείο στο περσινό Φεστιβάλ Βερολίνου...