Αν υπάρχουν ακόμη κάποιοι που επιμένουν πως οι Έλληνες σκηνοθέτες της νεότερης γενιάς επιμένουν να προβάλλουν μέσω των ταινιών τους μια αρνητική εικόνα της χώρας μας σε ξένα φεστιβάλ (που από αντεθνική διαστροφή τις κάνουν δεκτές και τις βραβεύουν κι από πάνω!), τότε θα πρέπει να ρίξουν μια ματιά στο νέο ρουμάνικο σινεμά της τελευταίας δεκαετίας, με αποκορύφωμα την Οικογενειακή Υπόθεση, που έφυγε από το Φεστιβάλ Βερολίνου με τη Χρυσή Άρκτο.

Η βασική πλοκή θέλει μια φιλότεχνη, ευκατάστατη μεγαλοαστή αρχιτέκτονα να βάζει ότι μέσο διαθέτει για να απαλλάξει τον ενήλικο γιο της από την κατηγορία της ανθρωποκτονίας εξ' αμελείας- ο Μπόγκνταν σκότωσε με το αυτοκίνητο του έναν δεκατετράχρονο και τον εγκατέλειψε στο οδόστρωμα. Οι προσπάθειες της δείχνουν μια γυναίκα θεληματική και καπάτσα, η οποία χρησιμοποιεί εναλλάξ τη λογική και τις γνωριμίες της, καθώς και τα μητρικά αντανακλαστικά προς ένα παιδί που έχει βιολογικά μεγαλώσει αλλά δεν κατόρθωσε ποτέ να απογαλακτισθεί με επιτυχία. Ο τρόπος που του φέρεται δεν διαφέρει από την χειριστική κυκλοθυμία που χαρακτηρίζει την κλασσική, προβληματική σχέση της προστατευτικής μάνας με τον αιώνιο "μπουνταλά". Μόνο που ο Νέτζερ, με τον στενό κλοιό των κοντινών πλάνων σε ντοκιμενταρίστικο στιλ, αποκαλύπτει με λεπτομέρειες μια παραλλαγή των υστερικών, γραφικών κλισέ: η μάνα Κορνέλια δεν είναι φουκαριάρα ή αγράμματη, αλλά μια ικανότατη και μορφωμένη κυρία που έχει μεγάλη διαδρομή και γνωρίζει καλά τους ανθρώπους και τις αδυναμίες τους και η Λουμινίτα Γκεοργκίου που γνωρίσαμε από τον Θάνατο του Κύριου Λαζαρέσκου, την αποδίδει υπέροχα. Την ίδια στιγμή που προσφέρεται να πληρώσει τα έξοδα της κηδείας για το αδικοχαμένο παιδί, προθυμοποιείται να προσφέρει εκδούλευση στους αστυνομικούς, για να τους έχει με το μέρος της. Δεν είναι τέρας- ένα παιδί έχει και δεν θέλει να το χάσει από την κακιά στογμή. Ωστόσο, χτυπάει το παιδί της, που φαίνεται να την παρακολουθεί με το καταχνιασμένο του, απαθές βλέμμα, στο ψαχνό, μόνο και μόνο για να τον έχει κοντά της. Η σκηνή που ο γιος ζητάει τα δεύτερα κλειδιά του δικού του διαμερίσματος, απαγορεύοντας της να μπαίνει όποτε θέλει, λέει πολλά.

Το τραγικό συμβάν του δυστυχήματος χρησιμεύει σαν μια άρρωστη αφορμή για να τον απομακρύνει από τη σύντροφο του και να τον ξαναφέρει σε μια αγκαλιά που εκείνος μετά βίας υφίσταται, από οικονομική εξάρτηση, και από ανάγκη και ευκολία. Η εμβρυική στάση είναι η πιο τεμπέλικη ξάπλα της ζωής μας, αλλά και η δυσκολότερη να αποχωριστούμε.

Πιο ενδιαφέρουσα και από την κανονική υπόθεση της ταινίας, είναι η παράλληλη περιγραφή της συνύπαρξης του παλιού με το καινούριο στη Ρουμανία. Στην κοιλιά του δράματος, κυοφορείται όχι μόνο η αναμενόμενη διαφθορά, αλλά μια διάβρωση των ηθών, σε μια χώρα που προφανώς δεν έχει απαλλαγεί από ένα εντελώς χειριστικό modus operandi. Η παλιά τάξη, η Κορνέλια και η αδελφή της, αισθάνονται πως δικαιούνται να παρέμβουν, όχι στην πορεία του παιδιού, αλλά και στους θεσμούς, σαν δικηγορίνες με γούνες. Γνωρίζουμε πως η Ρουμανία, όπως και οι περισσότερες χώρες, κινείται σε δυο εντελώς διαφορετικές ταξικές ταχύτητες. Και ότι καμία μετάβαση δεν είναι εύκολη και γρήγορη. Αλλά ο φορτισμένος διάλογος του γιού με τη μάνα, όπου της λέει πως θέλει το χρόνο του για να κάνει το βήμα της επανασύνδεσης, γίνεται μια θερμή και προσωπική εξομολόγηση για ένα αγεφύρωτο, τουλάχιστον ακόμη, κοινωνικό χάσμα. Να τι σημαίνει καλό σενάριο.

Και όσο κι αν βρίσκω κουραστική και ξεπερασμένη την έντονη χρήση της κάμερας στο χέρι, ο Νέτζερ ξέρει ακριβώς πως να διεισδύσει χωρίς να κρίνει ή να παίρνει απόσταση. Η επίσκεψη στο φινάλε σφίγγει την ψυχή του θεατή και τον δικαιώνει απόλυτα.