Ένα μικρό αγόρι ανακαλύπτει ότι έχει υπερφυσικές δυνάμεις και ότι δεν προέρχεται από τη Γη. Ως νεαρός, θα ξεκινήσει μια εντυπωσιακή περιπέτεια, αναζητώντας τις ρίζες του και την αποστολή του σε αυτό τον κόσμο. Αν, όμως, θέλει να σώσει τον κόσμο από τον αφανισμό και να αποτελέσει το σύμβολο της ελπίδας για την ανθρωπότητα, θα πρέπει να αφήσει τον ήρωα που κρύβει μέσα του να λάμψει.

 

Κοίταξα κλεφτά την κριτική του Superman, Η Επιστροφή από το ηλεκτρονικό αρχείο της LifO - πάνε 7 χρόνια από τότε! Ήθελα να δω πόσο επέμεινα στη μεσσιανική φυσιογνωμία της ταινίας που ο Μπράιαν Σίνγκερ εμμέσως πλην σαφώς υπαινίχθηκε, με τη νοσοκομειακή ανάσταση του Σούπερμαν που σήκωσε τη Γη στα χέρια του για να μας σώσει όλους, τους άστατους, επιφυλακτικούς και αχάριστους γήινους, από τα δίχτυα του διαβολικού υλιστή Λεξ Λούθορ. Όντως, το είχα επισημάνει για μια ταινία που προσπάθησε με πολλά μέσα, αλλά χάθηκε στην εισπρακτική μετάφραση και ξεχάστηκε ως πανάκριβο ατόπημα.

 

Στο εκ νέου λανσάρισμα του Ζακ Σνάιντερ, η χριστιανική εικονογραφία του Σούπερμαν λαμβάνεται πλέον de facto: ο πραγματικός πατέρας του είναι ένας είδος μύστη που δεν πεθαίνει αλλά στοιχειώνει σαν πνεύμα και, όπως θα δείτε, σαν φάντασμα στη μηχανή, τη μνήμη και το μέλλον του εκλεκτού γιου, τον οποίο στέλνει πακέτο στη Γη για να διδάξει την ηθική και να διαδώσει το Καλό. Τον περιθάλπουν, τον υιοθετούν και τον ανατρέφουν δυο απλοί αγρότες, σωστοί και ήσυχοι νοικοκύρηδες, στη μέση του αμερικανικού πουθενά. Η Μαρία (Νταϊάν Λέιν) είναι στωική και ο Ιωσήφ (Κέβιν Κόστνερ) καρτερικός.

 

Ο Ιησούς (Χένρι Κάβιλ) δεν συνειδητοποιεί τη διάσταση της προέλευσής του και στέκεται με αμηχανία απέναντι στα θαύματα που από εσωτερική επιταγή εκτελεί - ο πατέρας του ορθώς τού εξηγεί πως οι άνθρωποι θα τον παρεξηγήσουν γιατί φοβούνται το άγνωστο αλλά και το δυνατό που τους ξεπερνά, γι’ αυτό και τον συμβουλεύει να γυρίσει και την άλλη παριά, αν χρειαστεί. Στα 33 του χρόνια έρχεται η ώρα να αποκαλυφθεί, μετά από περιπλάνηση στην ενδοχώρα, σαν τον Χριστό που γνωρίζει τον κόσμο incognito. Ο Άνθρωπος απο Ατσάλι πιάνει την ιστορία πριν από την αρχή, εξηγώντας πώς καταστράφηκε ο πλανήτης Κρύπτον και διασώθηκαν λίγοι αντιφρονούντες πατριώτες, οι οποίοι επέστρεψαν από την εξορία τους και θέλουν πλέον να εντοπίσουν τον Καλ-Ελ και να εποικίσουν τον πλανήτη μας, αδιαφορώντας και αφανίζοντας κάθε ίχνος ζωής εδώ.

 

Ο Καλ-Ελ, με τη διπλή του υπηκοότητα, δεν ανήκει σε κανέναν κόσμο αλλά υπηρετεί την παγκόσμια, με την ευρεία έννοια του όρου, ειρήνη, αντιστεκόμενος σε κάθε μορφής φασισμό. Έτσι διαλύονται και οι τελευταίες θεωρίες περί νιτσεϊκού υπερανθρώπου που υπαινίσσονταν επί χρόνια διάφοροι μελετητές του χαρακτήρα και εδραιώνεται η χριστιανική αλληγορία, έστω και αν το αυθεντικό κόμικ του 1933 είχε γραφεί από δυο Εβραιόπουλα, τον Τζέρι Σίγκελ και τον Τζο Σούστερ από το Κλίβελαντ του Οχάιο.

 

Κάνοντας μια τελευταία αναφορά στην ταινία του 2006 που υπέγραψε ο Σίνγκερ, η υπερπαραγωγή εκείνη φορτώθηκε με εφέ και χώλαινε στη ροή, παραθέτοντας σκηνές που ξεχείλωναν την αναβαθμισμένη πλοκή. Στον Άνθρωπο από Ατσάλι το σύνολο είναι ενιαίο γιατί, εκτός από τον Σνάιντερ, ο Κρίστοφερ Νόλαν επιλήφθηκε της παραγωγής και προσέδωσε το συμπαγές ύφος που αντίστοιχα βοήθησε στην ανάσταση του Batman, ενός ακόμα σινε-κόμικ  που είχε χτυπήσει το κεφάλι του στον τοίχο με την αδιέξοδη ποπ φαντασμαγορία του Τζόελ Σουμάχερ. Όπως και στον Batman, το χιούμορ απουσιάζει εντελώς.

 

Σκοτεινή και αγέλαστη, η ατμόσφαιρα παραπέμπει σε ζόφο και θάνατο, με μια τεράστια απειλή να κρέμεται ως σπάθη πάνω από την ανθρωπότητα και τον γενναίο αλλά άπειρο Σούπερμαν να έχει επωμιστεί όλο το βάρος του κόσμου. Όταν γράφτηκε το κόμικ, η Αμερική είχε περάσει ένα τρομακτικό κραχ και ο υπερήρωας εκπροσωπούσε την ελπίδα. Με την παρένθεση των γεγονότων της 11ης Σεπτεμβρίου, που δικαιολογούσαν την επιστροφή του Σωτήρα και την επιλογή της Warner να ξαναπροσπαθήσει να εξαργυρώσει τα δεδομένα σε περιπέτεια με αναφορές, σήμερα έχουμε και πάλι κρίση και αβεβαιότητα και ο κόσμος ζητάει έναν από μηχανής Θεό, συνεπώς δεν υπάρχουν περιθώρια για χαρές και πλάκες σε αυτήν τη μεταφορά.

 

Ευτυχώς, ο Χένρι Κάβιλ, Βρετανός, σωματώδης και, απ’ ο,τι διαβάζουμε, ο επόμενος Τζέιμς Μποντ, συλλαμβάνει με το δραματικό βλέμμα του την αμφιβολία και τον δισταγμό, σε αντίθεση με έναν ανύποπτο, βουτυράτο Μπράντον Ράουθ, που δικαίως εξαφανίστηκε πάραυτα. Ακόμα κι αν ο ρόλος του δεν του δίνει τροφή για παραπάνω σκέψεις ή ευρύτερη έκφραση, ο Κάβιλ ταιριάζει απόλυτα στον χαρακτήρα και δημιουργεί τον πιο ικανοποιητικό Σούπερμαν που έχουμε δει στο σινεμά - σχεδόν μας πείθει πως στη συνέχεια θα έχει κάτι να προσθέσει, διότι εδώ περισσότερο ακούει παρά μιλάει. Δίπλα του, μία απο τις μεγαλύτερες και διακριτικότερες ηθοποιούς της γενιάς της, η Έιμι Άνταμς, φρέσκια από μια υποψηφιότητα για Όσκαρ ως άτυπη λαίδη Μακμπέθ στο εκπληκτικό Master του Πολ Τόμας Άντερσον.

 

Εννοείται πως κατατροπώνει την αναιμική, παγωμένη Κέιτ Μπόσγουορθ. Στη δική της Λόις Λέιν, χωρίς καν να εφοδιάζεται με σεναριακό βάθος, αφήνει να διαφανεί η ανθρώπινη ανησυχία μέσα από τον αδηφάγο κυνισμό της ρεπόρτερ. Δεν προδιαθέτει για τον μεγάλο έρωτα αλλά για μια γυναίκα που ανακαλύπτει όχι μόνο έναν άνδρα που της αρέσει, αλλά και το αντίδοτο σε έναν κόσμο χωρίς αξίες, αυτό ακριβώς που ψάχνει ο ανήσυχος και ανασφαλής Κλαρκ της.

 

Όλα καλά μέχρι τα τελευταία 40 λεπτά, κατά τα οποία ο μηχανισμός της παραγωγής εξαπολύει ένα θορυβώδες κρεσέντο σε έναν υπέρ πάντων αγώνα ανάμεσα στον Καλ-Ελ και τον Ζοντ (ο Μάικλ Σάνον, στιβαρός, αλλά μονόχορδος) που δεν είναι ούτε ευφάνταστος, ούτε τεχνολογικά εφευρετικός. Για να αρέσει σε όσο το δυνατόν μεγαλύτερο κοινό, ο Άνθρωπος από Ατσάλι δεν θα μπορούσε ποτέ να μετατρέψει ένα λαϊκό είδωλο σε σοφιστικέ φιλόσοφο. Και, παρά τη χλαπαταγή από τις εκρήξεις και τις καταστροφές, κρατάει σταθερά ένα επίπεδο στο στυλ και το σενάριο, που ούτε ο Ντόνερ με τονΛέστερ έπιασαν με την ξεπερασμένη, ξεχειλωμένη τετραλογία τους, ούτε και ο Σίνγκερ, με το ευγενές, αλλά τόσο ογκώδες στραβοπάτημά του.